Tuesday 15 March 2011

Νεαρός αξιωματικός εκ Θεσσαλίας


Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Πήλιο, βουνίσια, ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Κιλελέρ, καμπίσιος. Στα βουνά εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα πλούτη, βιοτεχνίες, κυκλοφορούσαν λεφτά από εμπόριο, ο κάμπος όμως είχε μόνο το δικό του φυσιολογικό πλούτο, δηλαδή τα χωράφια. Κι οι κάτοικοι του Κιλελέρ, και των άλλων χωριών, καλλιεργούσαν τη γη για να ζήσουν. Θα πρέπει να είχαν κάποια χωράφια και στην οικογένεια του πατέρα μου, θυμάμαι ένα αρκετά καλό σπίτι στο Κιλελέρ όταν πήγαμε διακοπές κάποιο καλοκαίρι.
Ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να φύγει από το χωριό. Ήταν μια οικογένεια έξι παιδιών, τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Ξέρω ότι τα κορίτσια έμειναν εκεί γύρω, παντρεύτηκαν κι έζησαν στο θεσσαλικό κάμπο. Κάποτε τα συνάντησα, πολύ αργότερα.
Ο πατέρας μου λοιπόν έγινε αξιωματικός. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους και στη μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε σχετικά νέος και μετά ασχολήθηκε με επιχειρήσεις.
Σε αυτή τη φωτογραφία δύσκολα τον αναγνωρίζω. Είναι νέος αξιωματικός, με αυτό το χαρακτηριστικό ύφος, το χαρακτηριστικό μουστάκι. Με εντυπωσιάζει κυρίως που είναι πολύ λεπτός. Μέση δαχτυλίδι! Έτσι θα τον είχε δει η πρώτη του γυναίκα, η νεαρότατη κόρη της σπιτονοικοκυράς του στη Θεσσαλονίκη. Αυτόν το άνδρα είχε ερωτευτεί.
Η φωτογραφία έχει χρονολογία 1912. Λίγα χρόνια μετά πήρε μετάθεση για τη Θεσσαλονίκη, που μόλις είχε γίνει ελληνική. Έμεινε στο σπίτι μιας οικογένειας με δυο κόρες, όπου θα πρέπει να ήταν πολύ ευπρόσδεκτός γαμπρός, για τη μεγαλύτερη όμως. Εκείνος ερωτεύτηκε τη μικρότερη, στα δεκάξι της. Οι γονείς της κοπέλας εναντιώθηκαν, οπότε οι δυο νέοι κλέφτηκαν, που σημαίνει ότι παντρεύτηκαν χωρίς τη συγκατάθεση τους.
Λίγο μετά πήρε μετάθεση για τα Γιάννενα, κι η μικρή οικογένεια ακολούθησε. Είχαν αποκτήσει μια κόρη. Εκεί τους βρήκε η τρομερή επιδημία, η περίφημη ισπανική γρίπη του 1917, που θέρισε εκατομμύρια ευρωπαίους.
Αρρώστησαν πολύ βαριά και οι τρεις με αυτή τη γρίπη. Όταν ο πατέρας μου συνήρθε ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει. Η μικρή του κόρη ζούσε, την είχαν φροντίσει οι γείτονες. Μόλις μπόρεσε, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και την παρέδωσε στα πεθερικά του, δεν μπορούσε να την κρατήσει μόνος του.
Ήταν λοιπόν χήρος κι εκείνος, με ένα παιδί.

Saturday 12 March 2011

Λάρισα 1917

Λίγο μετά τις διακοπές εκείνες στη Μακρυνίτσα, στο πατρικό του άντρα της, από όπου ήταν η προηγούμενη φωτογραφία, η μαμά μου έμεινε χήρα. Θα ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών. Ο γιος της ήταν ακόμα πολύ μικρός.
Τον βλέπετε εδώ μαζί της στη φωτογραφία. Όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε πολύ με τη φωτογράφιση.
Εκείνος όμως δεν φωτογραφήθηκε ιδιαίτερα ως παιδί. Αυτή η φωτογραφία, και η προηγούμενη, από τη Μακρυνίτσα, είναι οι μόνες που έχω απο την παιδική του ηλικία.
Πώς περνούσαν τα χρόνια του εκεί στη Λάρισα, με τη χήρα μητέρα;
Δεν ξέρουμε γιατί δεν μας είπαν ποτέ. Όταν ήμασταν παιδιά και μεγαλώναμε στο Αγρίνιο, δεν είχαμε ιδέα πως τα μεγάλα μας αδέρφια ήταν ετεροθαλή. Εμένα μια μέρα με φώναξε μια γειτόνισσα και μου το ανακοίνωσε με μεγάλη χαιρεκακία. «Έλα δω εσύ, ψιτ, ξέρεις ότι τα μεγάλα σου αδέρφια δεν είναι αδέρφια σου!»
Είχα γυρίσει στο σπίτι κλαίγοντας, κι είχαν τρομάξει να με συνεφέρουν και να μου εξηγήσουν.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγαλώνοντας στη Λάρισα, ο Στέφανος επισκεπτόταν ως παιδί τη Δράκεια, κι έμενε τα καλοκαίρια με τη γιαγιά του και τα αδέρφια της μάνας του. Μας είχε μιλήσει για το χωριό αυτό με τις πράσινες πλαγιές και τα νερά και τα δέντρα που ήταν γεμάτα φρούτα, αλλά εμείς δεν το γνωρίσαμε παρά στη δεκαετία του 70.
Εγώ δεν γνώρισα τη μητέρα μου τόσο νέα, ούτε τόσο λεπτή, ούτε όμως και τόσο θλιμμένη. Ψάχνω να βρω τα χαρακτηριστικά της που εγώ θυμάμαι πάνω στο γεμάτο στωικότητα και αποδοχή, για να μην πω παραίτηση, αυτό πρόσωπο. Προσπαθώ να μαντέψω τις σκέψεις που θα είχε τότε. Ήταν χήρα, έστω και ευκατάστατη, χήρα με ένα μικρό παιδί. Έλπιζε άραγε σε κάτι καλύτερο; Πόσο ένιωθε να μπορεί να αποφασίσει για τη μοίρα της; Βρισκόταν σε ένα είδος κοινωνικού περιθωρίου.
Λίγα χρόνια μετά γνώρισε και παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Ξαναμπήκε στη ζωή ορμητικά, αλλά κάτι από το βάρος της πρώτης εκείνης κακοτυχίας δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Θες οι μετακινήσεις, η εγκατάσταση σε άλλη πόλη, οι αποχωρισμοί, κι άλλοι αποχωρισμοί, η αγωνία να μεγαλώσουν τα παιδιά δίκαια, οι μετέπειτα απώλειες, αυτή η κάπως βαριά στωικότητα με την εσωτερική της θλίψη έμεινε μέσα της.

Saturday 5 March 2011

Ποδαράτο στην Καθαρά Δευτέρα



Εχω γράψει στο περιοδικό "Ρίζα Αγρινιωτών" για τις γιορτές της Αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Τυρινή, μοσχοβολούσε η πόλη από τις τυρόπιτες και τα γαλακτομπούρεκα που ψήνανε οι νοικοκυρές και τρώγαμε ολημερίς μέχρι σκασμού, διότι υποτίθεται ότι άρχιζε την επομένη η νηστεία. Γιορτάζαμε την Αποκριά με χορούς και βραχνιάζαμε απο το τραγούδι, αλλά πιο πολύ μου άρεσε εμένα η εκδρομή της Καθαράς Δευτέρας.

Ξυπνούσαμε χαράματα, από την αγωνία να δούμε τον καιρό. Θα γινόταν η εκδρομή που είχαμε ετοιμάσει –και επιθυμήσει σφόδρα- στη Ερμίτσα, στο κτήμα της Βασιλικής Ρήκα;

Τις πιο πολλές φορές ο θεούλης φρόντιζε να βγάλει τον ήλιο του πάνω από τη χιονισμένη κορφή της κυρα Βγένας, και φτιάχναμε γρήγορα τα καλάθια μας με τόσα νηστίσιμα που μόνο νηστεία δεν γινόταν την Καθαρά Δευτέρα. Μεσολογγίτικα ρεφούδια, δηλαδή αυγοτάραχα, μπρικ, ταραμοσαλάτες, ελιές αγρινιώτικες, κουκιά ξερά βρασμένα και λειωμένα σα φάβα, λαγάνες, χαλβά του μπακάλη, τα φορτωνόμασταν και πηγαίναμε σχεδόν τρεχάλα στο σπίτι των φίλων μας των Παπαλέξη.

Αυτό το σπίτι υπάρχει ακόμα και τώρα, στριμωγμένο ανάμεσα σε θηριώδεις πολυκατοικίες, από τα ελάχιστα που σώζονται στην Παπαστράτου. Τότε όμως ξεχώριζε μεγαλύτερο και πιο προσεγμένο από τα άλλα.

Εκεί είχαν πάρει το σινιάλο. Είχαν δει πρωί- πρωί ένα κόκκινο πανί στο μπαλκόνι των Ρήκα, που σήμαινε ότι η εκδρομή θα γίνει. Φανταστείτε αυτό το σινιάλο σε ένα Αγρίνιο με διώροφα πέτρινα γκρίζα σπίτια, που δεν είχαν τηλέφωνο, ούτε κινητό ούτε σταθερό, τι παντιέρα ήταν, πόσο το αγαπούσαμε που μας άνοιγε το δρόμο της εκδρομής!

Ξεκινούσαμε λοιπόν οι τρεις οικογένειες με τα πόδια και βγαίναμε από το Αγρίνιο, προχωρούσαμε στην εξοχή, μέσα στους ελαιώνες, και τα καπνοχώραφα, δίπλα στο ποτάμι της Ερμίτσας που έτρεχε τότε καθαρό και αμόλυντο και μας συνόδευε μουσικά με το κελάρυσμα του. Στο κτήμα βρίσκαμε τα φαγητά που τα είχαν στείλει με κάποιο ταξί, τα αραδιάζαμε σε τραπέζια που είχαν στηθεί στον κήπο του πέτρινου διώροφου εξοχικού σπιτιού, στο ποτάμι δίπλα, κι αρχίζαμε το φαγοπότι μέχρι να πάρουμε δυνάμεις για το τραγούδι και το χορό.

Πίναν κρασί οι μεγάλοι, τραγουδούσαν κι έρχονταν στο τσακίρ κέφι. Ο πατέρας μου μια φορά είχε μεθύσει κι έπεσε με τα ρούχα μέσα στο νερό της Ερμίτσας. Κι η καημένη η μαμά μου δεν χάρηκε καθόλου, γιατί φοβόταν μήπως αρρωστήσει απο τα βρογχικά.

Αχ να μην τέλειωνε ποτέ εκείνη η εξαιρετική μέρα, όπου παραδινόμασταν στην ευτυχία της ύπαρξης, και την εμβαθύναμε με αστεία και πειράγματα που στέριωναν τη φιλία μας, με τραγούδι και χορό που τύπωναν τη σφραγίδα τους στη μνήμη..Αλλά ερχόταν το βράδυ και επιστρέφαμε ξεχειλισμένοι ικανοποίηση, με τη σιγουριά ότι δε θα ξεχνούσαμε ποτέ εκείνη τη χαρούμενη μέρα. Κι εγώ τουλάχιστον δεν τις ξεχνώ. Με βοηθάνε βέβαια και οι φωτογραφίες, που έχουν αποτυπώσει μια τέτοια σύναξη εκδρομέων της Καθαράς Δευτέρας. Δεν έχω πολλές, μόνο αυτές τις δύο. Aπο την ίδια μέρα πρέπει να είναι. Καμιά φορά με πιάνουν αμφιβολίες, μήπως δεν κάναμε πολλές φορές εκείνη την εκδρομή, μήπως είναι ιδέα μου ότι την επαναλαμβάναμε κάθε χρόνο; Νομίζω πως κράτησε έναν αιώνα εκείνη η εποχή, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν λίγα χρόνια μόνο, μέχρι να ανατρέψει ο πόλεμος και η Κατοχή τις ζωές μας.

Ας είναι. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παρέα μας να προχωρά στην εξοχή, νοιώθω τον παιδικό ενθουσιασμό να με πλημμυρίζει, η χαρά που ξαναβρίσκουμε τη φύση είναι ακόμα ατόφια μέσα μου.

Μπορεί τώρα να περνώ τις μέρες μου σε ένα διαμέρισμα, αλλά κατά βάθος ακόμα περιμένω ένα κόκκινο κουρέλι στο γκρίζο μπαλκόνι να με ξεσηκώσει να τρέξω στην εξοχή, να ξαναβρώ εκείνη την ξενοιασιά.