Friday 29 April 2011

Άψογο το πλισέ, κατσούφα η μικρή






Τι γέλια κάνουμε κοιτάζοντας αυτή τη φωτογραφία. Μα πού τους ήρθε να με ντύσουν έτσι; Τι δουλειά είχα να φορέσω αυτό το περιδέραιο πάνω απο το φιόγκο, κι αυτό το πλισέ που ένας θεός ξέρει τι κοψομέσιασμα είχε στοιχίσει στην άτυχη γυναίκα που θα το σιδέρωσε, τη μαμά μου ή την κυρα Αλεξάνδρα που τη βοηθούσε στις δουλειές.

Για όλα έφταιγε η μανία του Στέφανου, του μεγάλου μου αδερφού, με τις φωτογραφίες. Είχε προμηθευτεί φωτογραφικές μηχανές, την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αλλά προσέτρεχε και στα φώτα των αδελφών Ξυθάλη, που είχαν το επαγγελματικό τους στούντιο στο κέντρο του Αγρινίου. Με τις ώρες μας έστηνε και μας έβαζε να ποζάρουμε, και μεις ανυπομονούσαμε να απαλλαγούμε από αυτή την αναγκαστική ακινησία. Και να οι παραγγελίες, χαμογελάστε! Γυρίστε λίγο έτσι. Όχι απο δω, απο κεί!


Περίμενε δεν τελειώσαμε! Χαμογελάστε, είπα!

Όμως εγώ δεν χαμογέλασα, παρ' όλες τις προσπάθειες, κι έτσι βγήκα μουτρωμένη στην επιμελημένη αυτή πόζα, ανεβασμένη στην καρέκλα, με τα καλά μου, με το μπουκέτο μου, με το δανεικό κολιέ, με το προσεχτικά σιδερωμένο πλισέ, με το ζωγραφισμένο ντεκόρ, τα παπούτσια και τα σοσόνια, και τα φρύδια σουφρωμένα και κατσούφικα. Μπορεί να σκέφτομαι τη ματαιότητα της ύπαρξης με αυτό το πολύ σκεφτικό ύφος, ή απλώς να εξαντλώ τα τελευταία ίχνη της υπομονής μου, περιμένοντας να τελειώσει αυτή η ιστορία και να βγω στο δρόμο να παίξω. Εκείνη την εποχή παίζαμε πολύ στο δρόμο, με τα γειτονόπουλα, παιχνίδια που πια δεν τα ξέρει κανένας. Ας πούμε το παιχνίδι "λέγκα- λεγκόξυλο" που το παίζαμε με δυο ξύλα, το έχετε ακούσει ποτέ;

Πρώτα θα βγάλαμε αυτήν εδώ τη φωτογραφία, που είμαστε όλοι μαζί, κι εγώ κάθομαι πολύ χαλαρά στην πολυθρονίτσα, ενώ τα αδέλφια μου είναι στημένα όρθια και ακίνητα.


Συγκρίνω τον εαυτό μου με τις άλλες δυο αδερφές μου σε αυτή την πόζα, και με βρίσκω πολύ συγκαταβατική. Έχω πάρει ένα ύφος σα να λέω, άντε ας του κάνουμε τη χάρη του μεγάλου που θέλει να μας βγάλει φωτογραφία. Ενώ οι άλλες δυο μοιάζουν να παίρνουν την υπόθεση πιο σοβαρά.



Μπορεί να με βάλανε καθιστή για να φαντάξει το πλισέ και έτσι απλωμένο γύρω- γύρω. Τέτοιο έργο τέχνης έπρεπε να αναδειχθεί απ' όλες τις μεριές.

Τέλος πάντων, μπορεί να κατσούφιαζα, αλλά χωρίς τη μανία του μεγάλου μου αδερφού για τη φωτογραφία δεν θα τις είχα τώρα όλες αυτές, να μπορώ να τις δείχνω στα παιδιά μου, και στα εγγόνια μου.



Tuesday 19 April 2011

Καλό Πάσχα!



Συνθεση πασχαλινή στο σχολείο, με τα κεφάλια μας μέσα απο τα αυγά, Δεν υπήρχαν μόνο τα παλιά έθιμα, αλλά και οι δημιουργίες της νεολαίας για το Πάσχα, όπως αυτό το σκηνικό με την εξαιρετικά επιμελημένη ζωγραφική που βλέπετε.



Κατά τα άλλα, όταν πλησίαζε το Πάσχα, η μαμά με τη γιαγιά μου νηστεύανε 40 μέρες για να κοινωνήσουν το Μέγα Σάββατο. Εμάς μας βάζανε να νηστεύουμε, μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα


Τη Μεγάλη Παρασκευή έπρεπε να βάλουμε καινούργια ρούχα, καινούργια παπούτσια, συνήθως άσπρα για να τιμήσουμε την ταφή του Κυρίου Εκείνη τη μέρα δεν έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι καθόλου, τρώγαμε στο πόδι. Με τις φίλες μου γυρίζαμε όλους τους Επιταφίους. Το βράδυ ακολουθούσαμε τον επιτάφιο της Παναγίας, κι όταν φτάναμε στην πλατεία και συναντούσαμε άλλον επιτάφιο, γινότανε χαλκουνοπόλεμος. Παλιότερα αυτά τα χαλκούνια τα φτιάχνανε μόνοι τους, δηλαδή γεμίζανε με μπαρούτι κάτι μακρόστενους κυλίνδρους, τα άναβαν και τα αφήνανε. Αυτά διέγραφαν πύρινους κύκλους στον ουρανό και μετά πέφτανε στη γη και καίγανε πόδια, χέρια, μάτια… Τα φοβόμασταν πολύ. Ευτυχώς μετά τον πόλεμο απαγορεύτηκαν.
Το βράδυ όλα τα μπαλκόνια είχαν αναμένα κεριά κι ήταν γεμάτα κόσμο από όπου περνούσε ο επιτάφιος. Μετά την περιφορά επέστρεφε στην πλατεία και η πόρτα της εκκλησίας ήταν κλειστή. Ο παπάς φώναζε: «Άρατε τας πύλας, άρατε και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης». Από μέσα ο ψάλτης ρωτούσε: «Τις εστί ο βασιλεύς της δόξης;» Ο παπάς: «Κύριος κραταιός, ούτος εστί ο βασιλεύς της δόξης». Δίνανε μια σπρωξιά στην πόρτα κι έμπαινε ο επιτάφιος στην εκκλησία.
Έτσι τέλειωνε η εβδομάδα των παθών. To Σάββατο τα μεσάνυχτα βγάζανε την Ανάσταση. Πηγαίναμε με τις λαμπάδες μας να πάρουμε το Άγιο φως. Έπρεπε να φέρουμε το φως στο σπίτι, να ανάψουμε το καντηλάκι που είχαμε στο εικονοστάσι μας. Μας περίμενε ζεστή η μαγειρίτσα με τα κόκκινα αυγά, το κρασί το κόκκινο. Τρώγαμε και τρέχαμε πάλι στα κρεβάτια μας, για ύπνο. Μόνο ο μπαμπάς έμενε ξύπνιος να παλεύει από τις έξι να ανάψει τη φωτιά για το αρνί, ένα έθιμο ρουμελιώτικο που το τηρούσανε και οι πιο φτωχές οικογένειες.
Σε κάθε αυλίτσα, σε κάθε κηπάκο, υπήρχε και μια σούβλα με αρνί και δυο τρεις σούβλες κοκορέτσι. Σε φωνάζανε όλοι, κι ας μη σε γνώριζαν, να δοκιμάσεις το αρνί ή το κοκορέτσι τους, που γι αυτό είχαν απασχοληθεί τόσες ώρες. Όλο το Αγρίνιο μοσχοβολούσε αρνί στη σούβλα κι από τα κεράσματα και τις δοκιμές που κάναμε στο τέλος δεν μπορούσαμε να φάμε το μεσημέρι στο σπίτι μας. Το αρνί του σπιτιού τρωγόταν την επόμενη μέρα κρύο.


Στο χωριό που πηγαίναμε τα καλοκαίρια, τον Αγιο Βλάσιο, η ευχή στα παιδιά ήταν, να έχουν της Λαμπρής τα καλά. Μετά απο τόσα χρόνια η ευχή έχει πάλι νόημα. Ας έχουμε της Λαμπρής τα καλά σε όλη την Ελλάδα φέτος, χριστιανοί και λοιποί.


Καλή ανάσταση!

Friday 15 April 2011

Αποχαιρετισμός στα όπλα



Η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν η τελευταία πολεμική επιχείρηση στην οποία πήρε μέρος ο πατέρας μου. Έστειλε στη μαμά μου δυο φωτογραφίες, μια απο τη Σμύρνη, σε φωτογράφο, και μια απο το στρατόπεδο, στη σκηνή του. Στη δεύτερη έχει γράψει απο κάτω : "Πάντοτε σκέφτομαι την Κατινίτσα μου"

Στην εκστρατεία αυτή ήταν επικεφαλής μιας ίλης ιππικού η οποία κυνήγησε τον Κεμάλ, όπως ήταν το επιτελικό σχέδιο, στα βάθη της Ανατολής. Ο πατερας μου το έκανε αυτό με υπερβάλοντα ζήλο, τόσο που στο τέλος έπεσε κάτω άρρωστος, και το άλογό του έσκασε. Τον μετέφεραν στην Αθήνα σε φορείο με πνευμονία και πλευρίτιδα, κι έτσι δεν έζησε το θλιβερό τέλος εκείνης της εκστρατείας και την κατάρρευση του μετώπου.

Πίσω στη Λάρισα τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον αξιωματικό μας. Πήρε μεν παράσημα για την ανδρεία του κλπ, αλλά, όπως έλεγαν τα μεγάλα μου αδέρφια, "ήταν ζωηρός", δηλαδή έπαιρνε μέρος σε κινήματα, και τον έδιωξαν απο το στρατό. Τότε πήγε η οικογένεια για πρώτη φορά στο Αγρίνιο, όπου είχε εγκατασταθεί η αδερφή της γιαγιάς μου με τον άνδρα της ο οποίος ήταν εκτιμητής καπνών. Ήταν μια πόλη με μεγάλη ανάπτυξη απο τα καπνά, και θα μπορούσε ο πατέρας μου να κάνει κάποια δουλειά μαζί του.

Ξανά άλλαξαν τα πράγματα όμως στην κυβέρνηση, επανήλθε στο στρατό, κι επέστρεψαν στη Λάρισα, όπου γεννήθηκα εγώ και ο μικρότερος αδερφός μου. Αλλά ήταν η τελευταία φάση της στρατιωτικής καριέρας του μπαμπά μου. Σε λίγο καιρό αποστρατεύτηκε εντελώς, με μια ακόμα αλλαγή, κι εγκαταλείψαμε το ωραίο μας σπίτι στη Λάρισα για να πάμε να ζήσουμε στο Αγρίνιο. Προσωρινά, λέγανε μεταξύ τους οι γονείς μου. Κι όπως όλοι ξέρουμε, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.

Friday 8 April 2011

Με καινούργια οικογένεια


Να και η μεγάλη μου η αδερφή με τα καλά της ρούχα και τον κολλαρισμένο φιόγκο της, τον πρώτο στη σειρά των κολλαρισμένων φιόγκων που ταλαιπώρησαν τα κεφάλια μας στα παιδικά μας χρόνια. Πίσω από τη φωτογραφία, που είναι σαν καρτ ποστάλ, και το γράφει κιόλας, Carte postale, βρίσκω τα λεπτά λοξά γραμματα της μητέρας μου με ξεθωριασμένη μελάνη. "Αγαπητή Μαρίκα Σου στέλνω τη φωτογραφία της Έλλης μας αν και δεν είναι διόλου επιτυχημένη εν τούτοις θα ευχαριστηθήτε όταν την ιδήτε και προπαντός η γιαγιά της. Είναι της στιγμής, γι αυτό δεν είναι επιτυχημένη. Θα φωτογράφιζα και τη Στέλλα, αλλά είναι αδύνατον διότι την έχω με πυρετό. Η Έλλη και Στέφανος προβιβαστήκανε με βαθμούς, η Έλλη λίαν καλώς, ο Στέφανος 7. Το ποιηματάκι της το είπε πολύ όμορφα εις τις εξετάσεις. Από τον Γιάννη είχα επιστολήν του. Με γράφει ότι εντός ολίγου θα έλθουν εις Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα. Δια Δράκεια δεν αποφάσισα ακόμη, εφόσον περιμένω τον Γιάννη. Εάν θέλεις έλα να μας ιδείς. Η Έλλη περιμένει τα καήσια εάν έχετε με κάνετε 2 οκάδες γλυκό. Τσίτια μη μου πάρετε γιατί εψώνισα εδώ. Στέφανος, Έλλη, Στελλίτσα σε φιλούν."

Δεν ξέρω γιατί η μητέρα μου γράφει πως δεν είναι επιτυχημένη η φωτογραφία, και πως είναι της στιγμής. Εμένα μου φαίνεται πολύ προσεγμένη, και μάλλον σε φωτογράφο, γιατί πίσω έχει ζωγραφισμένο ντεκόρ. Ίσως η Έλλη να βαριόταν λίγο και μόνο για μια στιγμή να στάθηκε ήσυχη να ποζάρει. Ίσως η μαμά μου να φοβόταν την κριτική της θείας και της γιαγιάς του παιδιού. Πάντως φαίνεται απο όσα γράφει ότι είχαν γνωριστεί καλά και είχαν αρκετή οικειότητα, αντάλλασσαν γλυκά και δώρα, ειδήσεις για τα κατορθώματα της εγγονής και ανιψιάς και φωτογραφίες.

Μεγάλωναν λοιπόν τα παιδιά των δυο προηγούμενων γάμων με τους γονείς που είχαν απομείνει στο καθένα, μια καινούργια μαμά κι ένα καινούργιο μπαμπά εκατέρωθεν, στο νέο τους σπίτι και τη νέα οικογένεια. Χωρίς να ξεχνιώνται και οι νεκροί. Το πρώτο παιδί του καινούργιου ζευγαριού πήρε το όνομα της μητέρας της Έλλης, της νέας εκείνης που ο μπαμπάς μου είχε κλέψει και είχε παντρευτεί στα δεκάξι της χρόνια, και η οποία μάλλον δεν είχε προλάβει να κλείσει τα είκοσι όταν τη χτύπησε η τρομερή γρίππη του '17.

Το όνομά της το πήρε η Στελίτσα 'που την είχε με πυρετό'.


Και το δεύτερο παιδί τους πήρε το όνομα του πατέρα του Στέφανου. Ήταν το άγόρι που πέθανε σε μικρή ηλικία απο παιδική αρρώστεια, κι όταν γράφτηκε αυτή η κάρτα δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Το τρίτο τους παιδί, εγώ δηλαδή, πήρα το όνομα της μάνας του νονού, επειδή έτσι ήθελε ο νονός και το επέβαλε με αιφνιδιασμό. Το δε τέταρτο πήρε το όνομα της θείας η οποία είχε πρωτοστατήσει σε όλη αυτή την κοινωνική ανέλιξη των νεαρών κοριτσιών απο τη Δράκεια Πηλίου, με όλες τις συνέπειες της. Εν ολίγοις, τα ονόματα των γονιών τους, παππούδων και γιαγιάδων, δεν τα έδωσαν στα παιδιά τους αυτοί οι άνθρωποι, κι ας είχαν αποκτήσει συνολικά έξι.

Ο πατέρας μου, από ό,τι καταλαβαίνω από το γραπτό αυτό τεκμήριο, είναι ακόμα στο στρατό. Λίγο καιρό μετά θα αποστρατευτεί και θα στραφεί σε άλλη καριέρα.

Άραγε να πήγαν τελικά στη Δράκεια εκείνη τη χρονιά; Ποιος ξέρει...

Saturday 2 April 2011

Ο γάμος των γονιών μου



Χήροι και οι δυο, με ένα παιδί ο καθένας, με μια κόρη ο πατέρας, με ένα γιο η μητέρα, κάπως έγινε και συναντήθηκαν στη Λάρισα.

Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Δεν ασχολούνταν να μας λένε τα παλιά. Φαντάζομαι όμως ότι οι γνωστοί και οι συγγενείς θα τους ενθάρρυναν, να μη μείνουν μόνοι στη ζωή. Και με την ενθάρρυνση, και με την ελπίδα, ίσως και με τις προσπάθειες κάποιων μεγαλύτερων, το πήραν απόφαση, προχώρησαν στο δεύτερο γάμο.

Ο πατέρας μου εξάλλου θα μπορούσε έτσι να φτιάξει ξανά ένα σπιτικό για την κόρη του, που μεγάλωνε στη Θεσσαλονίκη, στους παππούδες της. Ήταν αδιανόητο, ένας άντρας μόνος να κρατήσει το παιδί του και να μπορεί να το φροντίζει. Αφού παντρεύτηκε όμως, το κοριτσάκι μπορούσε να έρθει στο καινούργιο σπίτι που άνοιξε.

Η μητέρα μου βέβαια είχε μείνει όλον αυτό τον καιρό με το μικρό της γιο. Θα είχε περάσει τη ζωή της πολύ κλεισμένη στο σπίτι, είναι φανερό στη φωτογραφία αυτή, σε σχέση με τις προηγούμενες. Πάει πια η λεπτή σιλουέτα του κοριτσιού, εκείνη η ζηλευτή κομψότητα. Τώρα είναι μια ώριμη γυναίκα, η μαμά που γνώρισα. Κάπως υπερβολικά σοβαρή στη φωτογραφία αυτή. Μπορεί να σκέφτεται το μέλλον με κάποιο άγχος. Ή απλώς να σκέφτεται ότι δεν δικαιούται να χαμογελάσει, χήρα γυναίκα σε δεύτερο γάμο, τι θα πει ο κόσμος; Καλύτερα ανέκφραστη.
Άραγε να φλέρταραν και λίγο; Να χόρεψαν καμιά φορά στη Λέσχη Αξιωματικών; Δεν έχω ιδέα.
Και ο πατέρας μου έχει αλλάξει. Ο λυγερός αξιωματικός με τη μέση δαχτυλίδι έχει βαρύνει αρκετά. Τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, ίσως λόγω της απώλειας. Το μουστάκι βέβαια εξακολουθεί να είναι περιποιημένο και καμαρωτό, αλλά έχει άλλο χρώμα και βρίσκεται σε ένα αρκετά διαφορετικό πρόσωπο.

Μοιάζουν πολύ μεγάλοι σε ηλικία στη φωτογραφία αυτή, κι όμως δεν είναι. Η μητέρα μου είναι σίγουρα κάτω απο τριάντα χρόνων. Έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας μου, κι αυτός φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, αλλά θα πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω απο τριάντα μόνο.

Παντρεύτηκαν στη Λάρισα, όπου ζούσε η μητέρα μου και υπηρετούσε ο πατέρας μου. Λίγο μετά το γάμο έφυγε για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Δεν έμεινε πολλά χρόνια ακόμα στο στρατό. Ήταν βασιλόφρων και οι βενιζελικοί τον έδιωχναν. Όποτε κυριαρχούσαν οι βασιλόφρονες έπιανε δουλειά, όποτε έρχονταν οι βενιζελικοί γυρνούσε στο σπίτι του. Ανακατευόταν πολύ ο στρατός την εποχή εκείνη στην πολιτική, και ο πατέρας μου ως αξιωματικός επίσης.

Μετά απο μερικά τέτοια μέσα- έξω, αποστρατεύτηκε τελικά αρκετά νέος και στράφηκε στο εμπόριο, με τη βοήθεια της θείας εκείνης που είχε κατεβάσει τη μαμά μου απο το χωριό της στο Βόλο και στη Λάρισα. Συνέχιζε να φροντίζει τις ανιψιές της όσο ζούσε, καλά, κακά, ό,τι μπορούσε έκανε πάντως η γυναίκα.