Γύρω απο το τραπέζι, με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής μου |
Γύρω απο το τραπέζι της αδερφής μου |
Γύρω απο το τραπέζι με τον πατέρα, τον άντρα μου, τον αδερφό, τις αδερφές, τα παιδιά μας |
Γύρω απο το τραπέζι, με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής μου |
Γύρω απο το τραπέζι της αδερφής μου |
Γύρω απο το τραπέζι με τον πατέρα, τον άντρα μου, τον αδερφό, τις αδερφές, τα παιδιά μας |
Τη μέρα που άκουσα ότι άνοιξε Ωδείο στην πόλη μας, έτρεξα στη μαμά μου γεμάτη χαρά να της το αναγγείλω. «Μην ενθουσιάζεσαι, θα δεις που δεν θα πάει κανείς και θα κλείσει», μου απαντάει, και δεν με άφησε να γραφτώ.
Πέρασε ένα χρόνος, το Ωδείο δεν έκλεισε. Περνούσα απ’ έξω, άκουγα το πιάνο, και τόσο υπέφερα, που τη δεύτερη χρονιά με λυπήθηκαν και με άφησαν να γραφτώ. Έτσι ξεκίνησα μαθήματα πιάνου και πήγαινα στο Ωδείο τρία απογεύματα την εβδομάδα.
Ήμουνα ευτυχισμένη όταν ανέβαινα τις σκάλες του παλιού σπιτιού. Άκουγα τις περσινές να παίζουνε, ζήλευα, κι έβαλα πείσμα να τις φτάσω. Η μελέτη γινόταν εκεί μόνο μισή ώρα, δεν επαρκούσαν τα δυο πιάνα που είχαν, κι όταν γύριζα σπίτι έπαιζα πάνω στο τραπέζι και τραγουδούσα τις νότες.
Ήταν για μένα η μεγαλύτερη ευτυχία να βρίσκομαι εκεί, να ακούω και να μαθαίνω πιάνο. Δεν με ένοιαζε για τα μαθήματα του Γυμνασίου. Τους έριχνα μια ματιά κι αυτό ήταν όλο. Μετά καθόμουνα κι έπαιζα μουσική. Προσπαθούσα να βρω σπίτια που είχαν πιάνο, να μπορώ να μελετώ πιο πολύ. Η μαμά είχε δυο τρεις φίλες που είχαν πιάνα παλιά, ξεκούρδιστα, ανέγγιχτα για χρόνια, ξεχασμένα σε ανήλιαγα σαλόνια, κλειστά όλο το χρόνο με βαριές βελουδένιες κουρτίνες στα παράθυρα, σκοτεινά και σιωπηλά. Τις παρακάλεσε και πήγαινα, σε ώρες κατάλληλες για να μην τους ανησυχώ, να μελετήσω λίγη ώρα, να προχωρήσω και να φτάσω τις παλιότερες μαθήτριες. Πολλές φορές μου λέγανε ότι τους ενοχλώ, ή ότι θέλανε στο σαλόνι τους να δεχτούνε επισκέψεις, κι έφευγα απογοητευμένη. Με πιάνει ακόμα το παράπονο όταν το σκέφτομαι. Γιατί μωρέ πατέρα, αφού είχες χρήματα, δεν μου αγόραζες ένα πιάνο;
Το ζητούσα το πιάνο, επίμονα και το ονειρευόμουν. Καινούργιο το φανταζόμουνα, με άσπρα πλήκτρα να ακουμπάω τα δάχτυλα και να το κάνω να βγάζει τις μελωδίες. Να παίζω ατέλειωτες ώρες και κανείς να μη μπορεί να με διακόψει.
Τέλος πάντων με τα πολλά, ο πατέρας μου το αποφάσισε να μου αγοράσει πιάνο. Όχι όμως το καινούργιο που ονειρευόμουν, αλλά το παλιό της οικογένειας Παναγοπούλου. Αυτό το πιάνο ήταν της πρώτης γυναίκας του Παναγόπουλου, που ήρθε στο Αγρίνιο να ζήσει με τον άντρα της, κι αφού έκανε και δυο παιδιά, φαίνεται δεν άντεξε τη ζωή του Αγρινίου και χώρισε. Η δεύτερη γυναίκα του δεν έπαιζε πιάνο κι αυτό παρέμεινε κλειστό επί δεκαετίες, ώσπου βρέθηκε ο ξύπνιος ο πατέρας μου και το αγόρασε τότε για 2000 δραχμές.
Έτσι, αντί να χτυπάω τα δάχτυλα στο τραπέζι και να μη βγαίνει κανένας ήχος, έπαιζα πάνω σε αυτά τα κιτρινισμένα πλήκτρα από όπου βγαίνανε οι νότες φάλτσα, και μερικές δεν έπαιζαν καθόλου.
Η μαμά με παρηγορούσε, ότι μόλις μάθω καλά θα μου αγόραζαν καινούργιο. Της άρεσε που προχωρούσα γρήγορα στις σπουδές μου στο Ωδείο. Άνοιγε την πόρτα του σαλονιού και στεκότανε αμίλητη ακούγοντας. Στο τέλος μου ζητούσε να της παίξω κάτι πιο βαρύ, όπως έλεγε, και της έπαιζα Μότσαρτ ή Μπετόβεν.
Στη φωτογραφία είμαστε σε συναυλία του Ωδείου στο σινεμά Τιτάνια, ντυμένες με χλαμύδες για τη χορωδία όπου επίσης συμμετείχαμε.