Friday 27 April 2012

Mια προσιτή τέχνη

Γύρω απο το τραπέζι, με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής μου

Διάλεξα την τέχνη μου μικρή και είμαι μεγάλη για ν’ αλλάξω. Δεν διάλεξα τη μαγειρική, που ήταν μια προσιτή τέχνη σε όλα τα σπίτια, ανοιχτή στις θυγατέρες που θα ήθελαν να τη μάθουν. Διάλεξα κάτι παράξενο και εντελώς εξωτικό, τη μουσική. Στο μεταξύ στο σπίτι μου συντελούνταν καθημερινά η κοσμογονία της παραγωγής γευμάτων, προς μεγάλη συγκίνηση της μικρότερης αδερφής μου, και κάπως λιγότερη της μεγαλύτερης, αλλά εγώ διήγα βίο παράλληλο. Έτσι δεν κατάφερα να μάθω ποτέ σωστά μια συνταγή μαγειρικής, με αποτέλεσμα να είμαι ακόμα τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες καθημερινό μαγείρεμα, σε κατάσταση αμηχανίας πολύ συχνά μπροστά σε κάτι καινούργιο και να προτιμώ τα σίγουρα και απλά φαγητά. Θα ήθελα να είμαι μια κιβωτός συνταγών, να έχω καταγράψει στη μνήμη μου όλα τα φαγητά που έφαγα από τα χεράκια της μαμάς μου, ή έστω να έχω τις συνταγές σε κάποιο τετράδιο. Δεν προνόησα όμως. Δεν μαθήτευσα ποτέ όσο θα έπρεπε στην προσιτή αυτή τέχνη. Λάθος μου, γιατί κάποια στιγμή, μετά τις καριέρες και τις μεγάλες αποστολές της ζωής, όταν ολοκληρώνεται ο κύκλος των εμπειριών και των δημιουργιών, μένει κανείς με μια κουζίνα ξανά στη ζωή του, μένει με τα βασικά μαγαζάκια γύρω του, μένει με την πρωταρχική ανάγκη για τροφή, και είναι καλό να ξέρει πέντε μυστικά για το πώς να μαγειρεύει νόστιμα και υγιεινά και να προσφέρει σε φίλους και συγγενείς κάτι ξεχωριστό, που θα το θυμούνται και θα το συνδέουν μαζί του.
Γύρω απο το τραπέζι της αδερφής μου
Ωστόσο θυμάμαι την κουζίνα μας, τη φουφού και τα κατσαρολικά μας που έπρεπε να γανώνονται κάθε τόσο για να μην γίνουν δηλητηριώδη, και μερικά από τα φαγητά από αγαπούσαν οι άλλοι. Εμένα γενικά δεν με συγκινούσε το φαγητό. Πάντα ένιωθα ότι με μπούκωναν παραπάνω από όσα ήθελα, και μακάρι να με ξεχνούσαν σε κάποιο γεύμα. Αλλά δυστυχώς δεν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζευόμαστε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, όλα τα χρόνια που ζήσαμε στο πατρικό μας σπίτι. Ο πατέρας γυρνούσε από τη δουλειά του κι όλα τα παιδιά έπρεπε να είναι παρόντα και να τιμούν τα φαγητά δεόντως. Έπρεπε να ξεχάσω τις ιδιοτροπίες μου και να τρώω όλο το φαγητό που μου σερβίριζαν, είτε μου άρεσε είτε όχι.
Η διαδικασία άρχιζε με το μεγάλο μου αδερφό να οσφραίνεται την κατσαρόλα. Σηκωνόταν επάνω για να έχει πλήρη οσφραντική εντύπωση, και κάθε φορά έλεγε, «Ελπίζω να έβαλες βούτυρο, Κατίνα! Δεν φαντάζομαι να έβαλες λάδι;»
Κατίνα, φώναζε τη μητέρα μας, για να κάνει προφανώς τον μεγάλο, που φωνάζει τη μαμά του με το όνομά της. Η καημένη η Κατίνα, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα έπρεπε να αντιδράσει σε αυτή την τυραννία του βουτύρου. Πού να ήξερε ότι το λάδι ήταν πιο υγιεινό; Τότε το βούτυρο εθεωρείτο απαραίτητο καθημερινό συστατικό της μαγειρικής. Το προμηθευόμασταν κατευθείαν από τους κτηνοτρόφους, σε μεγάλους ντενεκέδες, και έπρεπε πρώτα να το λιώσουν για να το μαγειρέψουν. Μια φορά η μικρή μου αδερφή είχε ανακαλύψει στην ταράτσα τους ντενεκέδες με το βούτυρο και είχε ενθουσιαστεί. Της είχαν φανεί κάτι σαν πισίνα με απαλά πηχτό υγρό, τους είχε αναποδογυρίσει και πλατσούρισε με την ψυχή της στο λειωμένο βούτυρο μέχρι να κυλήσει όλο από το λούκι. Φανταστείτε το σοκ της μητέρας μου όταν είδε όλο το ακριβοπληρωμένο βούτυρο του χειμώνα να λιπαίνει το οδόστρωμα.
Αυτό που σήμερα θεωρείται το άκρον άωτον της υγιεινής διατροφής τότε εθεωρείτο εντελώς ανεπαρκές για να μεγαλώσεις γερά παιδιά. Πόση άγνοια υπήρχε! Το λάδι ήταν για τις μέρες της νηστείας, σύμβολο στερήσεων και φτώχειας.
Γύρω απο το τραπέζι με τον πατέρα, τον
άντρα μου, τον αδερφό, τις αδερφές,
 τα παιδιά μας

Και χρειάστηκε όλο εκείνο το βούτυρο των συνταγών να το αντικαταστήσουμε σιγά- σιγά με λάδι. Δεν βάζω πουθενά βούτυρο στο μαγείρεμα, κι από μια άποψη ευτυχώς που δεν τις είχα μάθει καλά τις συνταγές. Μόνο σε ένα γλυκό βάζω πια βούτυρο, αυτό που ονομάζουμε στην οικογένεια «Χαλβά της Ρήνας» και γίνεται με σιμιγδάλι και καρύδια. Το φτιάχνω όλο και σπανιότερα, και η πλούσια βουτυρένια μυρωδιά του μου θυμίζει πάντα τον αδερφό μου. Είχε δίκιο βέβαια στο θέμα της όσφρησης. Δεν συγκρίνεται η μυρωδιά του βούτυρου με τίποτε άλλο.
Υπάρχει αντίστοιχα και το γλυκό που γίνεται μόνο με λάδι, το περίφημο αγρινιώτικο ραβανί.
Όσο άσχετη ήμουν εγώ με τη μαγειρική, τόσο ταλαντούχα ήταν –και παραμένει- η μικρή αδερφή μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει κάνει με το θέμα της αντικατάστασης του βούτυρου από το λάδι, γιατί όπως όλες οι καλές μαγείρισσες, θέλει να έχει τα μυστικά της. Νομίζω όμως ότι πρέπει να τα γράψει πια όλα σε ένα βιβλίο και να τα αποκαλύψει σιγά- σιγά. Θα μπορούσε να βάλει τίτλο «Μεταβατική μαγειρική» Δηλαδή, από το βούτυρο στο λάδι.
Δημοσιεύτηκε στη Ρίζα Αγρινίου, τεύχος Απριλίου 2012

Wednesday 8 February 2012

Tα χιόνια δεν τ' αγάπησα ποτέ

Για να βάλω φωτογραφία με χιόνια έψαξα τα άλμπουμ του άντρα μου, στα δικά μου δεν βρήκα καμία. Όχι πως δεν είχαμε χιόνια στους χειμώνες μας, αλλά μου έτυχε να τα αντιπαθήσω τη χρονιά που με κλείσανε στο βουνό, και ποια χρονιά..
Ήταν το 1940, το χειμώνα του πολέμου. Με τους πρώτους βομβαρδισμούς τη μάνα μου την έπιασε πανικός. Της μπήκε η ιδέα ότι θα βομβάρδιζαν οι Ιταλοί το σταθμό του τραίνου, κι εμείς μέναμε δίπλα. Ετοίμασε ένα βαλιτσάκι και μας έτρεχε στα καταφύγια μέρα νύχτα όποτε χτυπούσε η σειρήνα. Είχαν σπάσει τα νεύρα της, και κάποια στιγμή αποφάσισε πως έπρεπε να καταφύγουμε στο εξοχικό μας σπίτι, πάνω στον Άη Βλάση!
Και πες πες τον κατάφερε τον πατέρα μου να μας πάει να μείνουμε κει, εμάς τα παιδιά μαζί με τη μαμά μας. Η γιαγιά δήλωσε ότι δεν θα άφηνε το σπίτι, κι ο πατερας μου μαζί με το μεγάλο μου αδερφό γύρισαν αμέσως στο Αγρίνιο μόλις μας εγκατέστησαν. Τρομάξαμε να φτάσουμε στο σπίτι, τρομάξαμε ν' ανάψουμε το τζάκι, να το ζεστάνουμε λίγο. Κι όταν σε λίγες μέρες άρχισε να χιονίζει χαρήκαμε στην αρχή, αλλά λίγες μέρες μετά, όταν μας έκλεισε το χιόνι στο σπίτι, και δεν περνούσε ψυχή να πούμε μια καλημέρα, μας έπιασε κατάθλιψη.
Μια νύχτα έριξε χιονοθύελλα κι η στέγη μας κόντεψε να πέσει. Περνούσαν οι μέρες μέσα στην ανημπόρια και την πλήξη, και μόνο ένα περιστατικό ήρθε να τη σπάσει λίγο: μια μέρα προσγειώθηκε στις πλαγιές ένα πολεμικό αεροπλάνο εγγλέζικο που είχε πάθει βλάβη, κι ο πιλότος με το πλήρωμα βρέθηκαν ουρανοκατέβατοι κυριολεκτικά στο χωριό να μην έχουν κανένα τρόπο να συνενοηθούν. Έφτασαν στην πλατεία και βρήκαν ρωτώντας τον πρόεδρο, ο οποίος τους είπε:
-Α, σπιτίγκλις θες; Έλα μαζί, θα σε πάω στο σπιτίνγκλις!
Εμείς ήμασταν το σπιτίγκλις. Μιλούσαμε αγγλικά και εξηγήσαμε στον πρόεδρο τι ήθελαν οι τρεις Άγγλοι. Ακομα θυμάμαι τον έναν, τον είχα φυσικά ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Τον έλεγαν Μαξ.
Πέρα απο αυτη τη συνάντηση ο χειμώνας εκείνος μέσα στην ομορφιά των χιονισμένων βουνών ήταν για μένα ένας εφιάλτης. Ήθελα να γυρίσω στο Αγρίνιο, στις φίλες μου, κι αφού έκλαψα επι μέρες με άφησε η μαμά μου να φύγω με ένα γκαζοζέν, τα κανονικά αυτοκίνητα ήταν επιταγμένα, το οποίο χάλασε λίγο έξω απο το χωριό και γύρισα πίσω κλαίγοντας απο λύσσα.
Με έσωσε ο βομβαρδισμός, κατά κάποιο τρόπο. Όταν έπεσαν τελικά οι βόμβες στο Αγρίνιο ανέβηκαν όλοι στο χωριό κατόπιν εορτής, και μπορέσαμε να φιλοξενήσουμε τις αγαπημένες μου φίλες.
Μια και δεν έχω ούτε φωτογραφίες απο το χιόνι λοιπόν, βάζω αυτή που είναι τραβηγμένη στην Πάρνηθα δέκα χρόνια πριν, το 1930. Ο άντρας μου εδώ είναι ακόμα πολύ νέος, παίζουν με τους φίλους του στα χιόνια, και θα μπορούσε να είναι ακόμα και οι τρεις άγγλοι με τα βρετανικά τους γιλέκα και την άνεση να βρίσκονται χωρίς πανωφόρι στα χιόνια.

Monday 16 January 2012

H πιο ευτυχισμένη μαθητεία μου, το Ωδείο

Τη μέρα που άκουσα ότι άνοιξε Ωδείο στην πόλη μας, έτρεξα στη μαμά μου γεμάτη χαρά να της το αναγγείλω. «Μην ενθουσιάζεσαι, θα δεις που δεν θα πάει κανείς και θα κλείσει», μου απαντάει, και δεν με άφησε να γραφτώ.

Πέρασε ένα χρόνος, το Ωδείο δεν έκλεισε. Περνούσα απ’ έξω, άκουγα το πιάνο, και τόσο υπέφερα, που τη δεύτερη χρονιά με λυπήθηκαν και με άφησαν να γραφτώ. Έτσι ξεκίνησα μαθήματα πιάνου και πήγαινα στο Ωδείο τρία απογεύματα την εβδομάδα.

Ήμουνα ευτυχισμένη όταν ανέβαινα τις σκάλες του παλιού σπιτιού. Άκουγα τις περσινές να παίζουνε, ζήλευα, κι έβαλα πείσμα να τις φτάσω. Η μελέτη γινόταν εκεί μόνο μισή ώρα, δεν επαρκούσαν τα δυο πιάνα που είχαν, κι όταν γύριζα σπίτι έπαιζα πάνω στο τραπέζι και τραγουδούσα τις νότες.

Ήταν για μένα η μεγαλύτερη ευτυχία να βρίσκομαι εκεί, να ακούω και να μαθαίνω πιάνο. Δεν με ένοιαζε για τα μαθήματα του Γυμνασίου. Τους έριχνα μια ματιά κι αυτό ήταν όλο. Μετά καθόμουνα κι έπαιζα μουσική. Προσπαθούσα να βρω σπίτια που είχαν πιάνο, να μπορώ να μελετώ πιο πολύ. Η μαμά είχε δυο τρεις φίλες που είχαν πιάνα παλιά, ξεκούρδιστα, ανέγγιχτα για χρόνια, ξεχασμένα σε ανήλιαγα σαλόνια, κλειστά όλο το χρόνο με βαριές βελουδένιες κουρτίνες στα παράθυρα, σκοτεινά και σιωπηλά. Τις παρακάλεσε και πήγαινα, σε ώρες κατάλληλες για να μην τους ανησυχώ, να μελετήσω λίγη ώρα, να προχωρήσω και να φτάσω τις παλιότερες μαθήτριες. Πολλές φορές μου λέγανε ότι τους ενοχλώ, ή ότι θέλανε στο σαλόνι τους να δεχτούνε επισκέψεις, κι έφευγα απογοητευμένη. Με πιάνει ακόμα το παράπονο όταν το σκέφτομαι. Γιατί μωρέ πατέρα, αφού είχες χρήματα, δεν μου αγόραζες ένα πιάνο;

Το ζητούσα το πιάνο, επίμονα και το ονειρευόμουν. Καινούργιο το φανταζόμουνα, με άσπρα πλήκτρα να ακουμπάω τα δάχτυλα και να το κάνω να βγάζει τις μελωδίες. Να παίζω ατέλειωτες ώρες και κανείς να μη μπορεί να με διακόψει.

Τέλος πάντων με τα πολλά, ο πατέρας μου το αποφάσισε να μου αγοράσει πιάνο. Όχι όμως το καινούργιο που ονειρευόμουν, αλλά το παλιό της οικογένειας Παναγοπούλου. Αυτό το πιάνο ήταν της πρώτης γυναίκας του Παναγόπουλου, που ήρθε στο Αγρίνιο να ζήσει με τον άντρα της, κι αφού έκανε και δυο παιδιά, φαίνεται δεν άντεξε τη ζωή του Αγρινίου και χώρισε. Η δεύτερη γυναίκα του δεν έπαιζε πιάνο κι αυτό παρέμεινε κλειστό επί δεκαετίες, ώσπου βρέθηκε ο ξύπνιος ο πατέρας μου και το αγόρασε τότε για 2000 δραχμές.

Έτσι, αντί να χτυπάω τα δάχτυλα στο τραπέζι και να μη βγαίνει κανένας ήχος, έπαιζα πάνω σε αυτά τα κιτρινισμένα πλήκτρα από όπου βγαίνανε οι νότες φάλτσα, και μερικές δεν έπαιζαν καθόλου.

Η μαμά με παρηγορούσε, ότι μόλις μάθω καλά θα μου αγόραζαν καινούργιο. Της άρεσε που προχωρούσα γρήγορα στις σπουδές μου στο Ωδείο. Άνοιγε την πόρτα του σαλονιού και στεκότανε αμίλητη ακούγοντας. Στο τέλος μου ζητούσε να της παίξω κάτι πιο βαρύ, όπως έλεγε, και της έπαιζα Μότσαρτ ή Μπετόβεν.

Στη φωτογραφία είμαστε σε συναυλία του Ωδείου στο σινεμά Τιτάνια, ντυμένες με χλαμύδες για τη χορωδία όπου επίσης συμμετείχαμε.