Saturday 26 February 2011

Τι λουλούδια είναι αυτά;


Εδώ σταθείτε, μπροστά στα λουλούδια, οι άντρες στη μέση παρακαλώ, οι γυναίκες τους ένθεν και ένθεν, τα κορίτσια δίπλα, τα παιδιά μπροστά. Φέρε το σκαμνί χρυσό μου να είσαι απέναντι στην άλλη, να έχουμε συμμετρία, έτσι μπράβο! Πάρε το σκυλί στα πόδια σου. Χαμογελάστε τώρα! Είπα, χαμογελάστε! Μα γιατί δεν χαμογελάτε;
Ο φωτογράφος θα είχε απελπιστεί. Μόνο ένα ανθυπομειδίαμα κέρδισε, από τα μικρά κορίτσια.
Οι δυο αδερφές της μητέρας μου είναι στη φωτογραφία αυτή μαζί της και με την οικογένεια του άντρα της, στη Μακρυνίτσα. Θα πρέπει να είχαν πάει επίσκεψη στο σπίτι της εκεί, και να μαζεύτηκαν όλοι στην αυλή, να βγουν φωτογραφία.
Επάνω αριστερά, η πρώτη που στέκεται όρθια, με τα υπογραμμισμένα μάτια, είναι η θεία μου η Αναστασία. Δεν θα πρέπει να είχε ακόμα παντρευτεί. Δίπλα της είναι η μαμά μου, κι ανάμεσά τους έχουν τον αδερφό μου το Στέφανο, το μικρό παιδάκι με τα ναυτικά που κρατάει τα παιχνίδια του.
Η μαμά μου ακουμπάει το χέρι της στον ώμο του πρώτου της συζύγου, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. Ίσως δίπλα να είναι ο αδερφός του, ή ο κουνιάδος του, δεν τους ξέρω τους άλλους. Μόνο την κοπέλα που στέκεται δεύτερη από δεξιά, την άλλη αδερφή της μητέρας μου, την Ελένη, η οποία χάθηκε κι αυτή νέα από φυματίωση.
Θέριζε η φυματίωση εκείνα τα χρόνια στη Μαγνησία, θέριζε παρόμοια πλούσιους και φτωχούς. Δεν ήταν μόνο στα καπνομάγαζα του Βόλου που έβρισκε τα θύματα της, ανάμεσα στους εργάτες που δούλευαν στριμωγμένοι σε αίθουσες με κακό εξαερισμό. Και τους ευκατάστατους βιοτέχνες, βιομηχάνους και μεταπράτες σε πόλεις και χωριά τους σημάδευε εξίσου, και δεν τους έσωζαν ούτε ο καθαρός αέρας του Πηλίου, ούτε οι καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ο πρώτος άντρας της μαμάς μου είχε φυματίωση όταν την παντρεύτηκε, αλλά εκείνη πρέπει να το αγνοούσε. Υποτίθεται ότι όσοι είχαν φυματίωση απέφευγαν να παντρεύονται, γιατί τα παιδιά κληρονομούσαν διάφορες βλάβες.
Αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που έχουμε από εκείνη τη φάση της ζωής τους.
Πήγα στη Μακρινίτσα πρόπερσι με αυτοκίνητο από τη Δράκεια, είναι τώρα μια ευχάριστη βόλτα μέσω Χανίων, και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να διαλέξω ένα σπίτι από όλα εκείνα τα πέτρινα αρχοντικά και να τοποθετήσω με τη φαντασία μου την παρέα αυτή στην αυλή του. Προσπαθώ να αναγνωρίσω το φουντωμένο αναρριχώμενο πίσω τους, αλλά δεν τα καταφέρνω. Τι λουλούδια είναι αυτά, τόσο πυκνά, τι χρώμα να είχαν, πώς τα λένε; Υπάρχουν ακόμα τέτοια στη Μακρυνίτσα;
Η μαμά μου και οι αδερφές της δεν κοιτάζουν το φακό. Το βλέμμα της Αναστασίας είναι πολύ μελαγχολικό, χαμένο κάπου. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ την ίδια όταν την κοιτάζω εδώ, επειδή μοιάζει απίστευτα στις δυο δισέγγονές της, την Ελένη και την Ειρήνη Μανωλοπούλου. Είναι καταπληκτικό, γιατί δεν της έμοιαζαν πολύ ούτε τα παιδιά της, τα ξαδέρφια μου, ούτε οι εγγονές της, τουλάχιστον εγώ δεν το είχε ποτέ παρατηρήσει. Και τώρα ξαφνικά κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία και σα να βλέπω αυτά τα δυο νεαρά δυναμικά κορίτσια!
Η Ελένη Μανωλοπούλου είναι γνωστή σκηνογράφος, η Ειρήνη είναι μουσικολόγος. Δουλεύουν, δημιουργούν, εκφράζονται, η Ελένη έχει και δυο αγοράκια που τα έφερε πρόσφατα στο σπίτι η ανιψιά μου, η γιαγιά τους δηλαδή, και παίξαμε στο χαλί. Τι ενδιαφέρουσα ζωή κάνουν οι σύγχρονες γυναίκες, και πόσο περιορισμένες ήταν οι αξιότιμες αυτές κυρίες που τους έμοιαζαν. Ίδια μάτια και τόσο αλλιώτικη ζωή…
Κοιτάξτε τους εδώ, μέσα στην οικογένεια φοράνε τις στολές τους. Οι άντρες με κοστούμια και γραβάτες. Οι γυναίκες πουκάμισα και φούστες, σχεδόν ίδιους γιακάδες όλες τους. Τα παιδιά ναυτικά. Το χαριτωμένο κοριτσάκι στην πρώτη σειρά με την ποδιά θα ήταν η ψυχοκόρη, δηλαδή υπηρέτρια του σπιτιού. Έχει τα μαλλιά της μαζεμένα. Οι άλλες νεαρές τα έχουν χυτά στους ώμους. Οι μεγάλες, μαζεμένα κι αυτές. Είναι όμορφες, αλλά τόση ομοιομορφία!
Τώρα που τις ξανακοιτάζω, μπορεί και να μην τους έλεγε καν ο φωτογράφος να χαμογελάσουν. Το χαμόγελο μπορεί να ήταν κι ανάρμοστο για τις σεμνές αυτές και σοβαρές γυναίκες. Ο φωτογράφος έχει φτιάξει κάτι σαν βεντάλια μπροστά στο άγνωστο, οργιαστικά ανθισμένο αναρριχώμενο, και θα του αρκούσε.


Wednesday 23 February 2011

Tανγκο χωρίς καβαλιέρους


Δεν μπορώ να βρω τη χρονολογία στις αποκριάτικες αυτές φωτογραφίες. Σίγουρα είναι πριν από τον πόλεμο. Είμαι ντυμένη «Νύχτα» και η αδερφή μου «Ανθοπώλις» Είχαμε ράψει τις στολές επι τούτου, γι αυτό πήγαμε μετά στου Ξυθάλη και φωτογραφηθήκαμε. Έλα, γείρε λίγο, βάλε το χέρι στη μέση, προσπαθούσε ο φωτογράφος να μας κάνει χαριτωμένες. Πιάσε τη φουστίτσα σου... Η αδερφή μου κατάφερε να χαμογελάσει, εγώ νομίζω δεν ήξερα πώς να σταθώ. Παιδί ακόμα. Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε, να βάλουμε ρούχα πιο θηλυκά, αλλά δεν είχαμε ακόμα τα ταλέντα.
Με τις ωραίες αυτές στολές πηγαίναμε στα «μπαλντανφάν». Γίνονταν σε σπίτια αλλά και στις αποθήκες Παπαστράτου, χοροί με πολύ κόσμο. Χόρευαν ελληνικούς χορούς, αλλά θέλαμε και λίγο δυτικούς. Έλα όμως που τα αγόρια δεν ήξεραν. Ούτε οι μεγάλοι ήξεραν. Ο πατέρας μου μας έμαθε βαλς στο σπίτι. Στη λέσχη των αξιωματικών στη Λάρισα είχε μάθει χορούς. Κι έτσι χορεύαμε μόνες μας ταγκό, δυο- δυο κορίτσια. Τόσο συνήθισα να κάνω τον καβαλιέρο στο τανγκό και στο βαλς που ξέχασα τα βήματα της ντάμας και δεν μπορούσα μετά, τις σπάνιες φορές που βρίσκονταν καβαλιέροι, να χορέψω μαζί τους.
Αργότερα, στο γυμνάσιο, μετά τον πόλεμο, έμαθαν οι συμμαθητές τους χορούς της μόδας. Σουίνγκ, μπούκι- μπούκι, ροκεντρόλ και κανένα ταγκό. Στο πάρκο του Αγρινίου είχε ένα μεγάλο αναψυκτήριο κι έπαιζαν όλους αυτούς τους χορούς. Βαλς όμως δεν ήξεραν, μόνο εμείς είχαμε μάθει. Ήταν πολύ ωραία εκεί στο πάρκο, είχε μια μεγάλη αυλή τσιμεντένια, η παρέα μας χόρευε πολύ. Ήταν πολύ γλεντζέδικη παρέα η δική μας.
Στους δρόμους της πόλης είχε πολλούς μασκαράδες όλη την Αποκριά, όχι μόνο παιδιά. Περνούσαν οι «Μπούλες», παρέες αντρών ντυμένες γυναικεία, αλλά έβλεπες και γυναίκες ντυμένες άντρες. Τις Κυριακές γινόταν στο δρόμο γλέντι. Κυρίως την τελευταία αποκριά, υπήρχε μια ατμόσφαιρα διονυσιακή στην πόλη. Την Καθαρά Δευτέρα γάνωναν το πρόσωπο τους και τριγυρνούσαν με όργανα από το κέντρο ως τις εξοχές. Αυτά ήταν παραδοσιακά, λαϊκά έθιμα. Δεν μας άρεσαν πολύ είναι η αλήθεια. Αργότερα όλοι τα νοσταλγούσαν, αλλά εμένα τότε μου φαίνονταν κάπως άγρια. Βέβαια στον πατέρα μου άρεσαν, ας ήξερε και βαλς, νοσταλγούσε και του χωριού του τους σκοπούς.
Εμείς θέλαμε να είμαστε ωραίες, μοντέρνες, ακόμα και στις γιορτές αυτές, να δείχνουμε ό,τι καλύτερο. Αν το καλοσκεφτείς βέβαια, κι εγώ που έκανα συνέχεια τον καβαλιέρο στο τανγκό ήμουνα κάτι σαν Μπούλα.
Γράφω ακόμα σε χαρτί. Η κόρη μου είπε ότι αφού τότε ήθελα να είμαι μοντέρνα, πρέπει και τώρα να θέλω. Δηλαδή να μάθω κομπιούτερ! Ορίστε τι έπαθα.

Saturday 19 February 2011

Γυρίζοντας προς τα πίσω

Ξεκίνησα με τον εαυτό μου μωρό, αλλά κανονικά πρέπει να πάω προς τα πίσω, στους γονείς μου και όποια δική τους φωτογραφία βρίσκεται στο μπερδεμένο μου σωρό. Η πιο παλιά πρέπει να είναι αυτή εδώ, η μαμά μου στα νιάτα της. Έχει πολύ παράξενη κόμμωση, εγώ ποτέ δεν την είχα δει έτσι. Και τα ρούχα που φοράει δεν τα είχα δει επάνω της ποτέ. Θα πρέπει να είναι μετά τον πρώτο της γάμο, στο Βόλο. Μπορεί να είναι πολύ μικρή, κάτω από είκοσι, αλλά έχει αυτό το επιβλητικό ύφος, αυτή τη μεγαλόπρεπη πόζα στο στούντιο του φωτογράφου, και μοιάζει πολύ μεγαλύτερη.
Θα ήθελα να έχω παλιότερες φωτογραφίες από τη μαμά μου, φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια ας πούμε, για τα οποία μας μιλούσε συχνά. Νοσταλγούσε το χωριό της, την καταπράσινη Δράκεια στο Πήλιο, την οποία εγώ δεν γνώρισα παρά πολλές δεκαετίες αργότερα.
«Άνοιγα το παράθυρό μου, μας έλεγε, κι έκοβα τα φιρίκια από το δέντρο μας!»
Θα ήθελα λοιπόν πολύ να την έχω σε μια φωτογραφία έτσι, να βγαίνει σε εκείνο το παράθυρο που μας έλεγε, να απλώνει τα χέρια και να μας χαμογελάει δείχνοντας τα φρούτα. Ή να την έχω να παίζει στην πλατεία του χωριού κάτω από τον πλάτανο, ή να περπατάει στα καλντερίμια, που τότε δεν είχαν ακόμα χαλάσει.
Πηγαίνω τώρα πια συχνά για διακοπές στη Δράκεια και περπατώντας στα δρομάκια της, τα μισά χορταριασμένα, τα άλλα μισά τσιμεντωμένα, προσπαθώ να φανταστώ εκείνα τα ανέμελα παιδικά χρόνια της μαμάς μου. Τον πρώτο καιρό αυτού του τουρισμού είχα συναντήσει μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και είχα δώσει γνωριμία.
«Αχ παιδάκι μ’, τη θυμάμαι εγώ τη μαμά σ’ , μου είπε, που ανέβαιναν στα πανηγύρια από το Βόλο, και περιμέναμε να τς δούμε να χορεύουν στην πλατεία πώς και πώς!»
Ήταν τρεις αδερφές κι ένα μόνο αγόρι στην οικογένεια। Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν γαμπροί για τα κορίτσια, υπήρχε το άγχος της προίκας.
Η μητέρα τους η Καλλιόπη είχε μια αδερφή παντρεμένη στο Βόλο με έναν εκτιμητή καπνών. Μια κερδοφόρα απασχόληση σε έναν ανερχόμενο τομέα. Δεν είχαν παιδιά και η θεία αγαπούσε πολύ τις ανιψιές, τις φιλοξενούσε συχνά στο Βόλο. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε όταν άρχισαν τα προξενιά. Η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν βυρσοδέψη από τη Μακρινίτσα αρκετά μεγαλύτερο, ευκατάστατο όμως, που πίστευαν όλοι ότι θα της εξασφάλιζε άνετη ζωή. Το ανέμελο κορίτσι έπρεπε να μεταμορφωθεί στην επιτηδευμένη κυρία της φωτογραφίας. Όμως ήταν τόσο εύθραυστη αυτή η ευμάρεια.
Αυτή η φωτογραφία πρέπει να είναι μετά το γάμο της. Θα είναι γύρω στα δεκαοχτώ. Ακουμπάει σε μια ανθοστήλη, αλλά το άνθος είναι εκείνη, αυτό θα εννοεί η πόζα. Μου θυμίζει πορτρέτα εκείνης της εποχής, δεν μου θυμίζει τη μαμά μου.
Αφού δεν έχω παιδικές της φωτογραφίες, βάζω κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του χωριού πριν το καταστρέψει ο σεισμός του 1952. Δεν είναι καλές, τις φωτογραφήσαμε από τον ξενώνα στη Δράκεια, κάποια στιγμή θα τις σκανάρουν, ελπίζω, τα παιδιά μου και θα τις ξαναβάλουμε.

Tuesday 15 February 2011

Aσπρόμαυρος κόσμος

Η κόρη μου σκανάρισε ένα σωρό απο τις παλιές μου ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όχι όλες όμως. Λέει πως αν αρχίσω να τις περνάω σε ένα blog θα της έρθει η όρεξη να σκανάρει κι άλλες. Η αλήθεια είναι πως έχω πάρα πολλές και μπορεί να κουραστεί πριν τις τελειώσει.
Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το blog, εφόσον επιμένει τόσο. Θα δημοσιεύω τις φωτογραφίες και τα κείμενα που έχουν μπει στη Ρίζα, το περιοδικό του Συλλόγου Αγρινιωτών, για το οποίο γράφω τακτικά τις αναμνήσεις μου τα τελευταία χρόνια.
Ομολογώ ότι δεν ξέρω πώς χειρίζεται κανείς αυτά τα μηχανήματα. Πέρασα 35 χρόνια της ζωής μου εργαζόμενη με πληκτρολόγιο, αλλά ήταν μιας παλιάς γραφομηχανής, από εκείνες που έπρεπε να βάζεις δύναμη σε κάθε δάχτυλο για να βγαίνει το γράμμα. Δούλευα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα κομπιούτερ δεν τα πρόλαβα, έφυγα απο τη δουλειά διωγμένη απο ένα άλλο θαύμα της τεχνολογίας, το αιρ κοντίσιον, το οποίο κόντεψε να με πεθάνει με συνεχή πνευμονικά επεισόδια μέχρι να αποφασίσω να πάρω σύνταξη.
Γράφω λοιπόν σε χαρτί, με το χεράκι μου, και παραδίδω στην κόρη μου τα χειρόγραφα για να τα περνάει σε αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται διαδίκτυο. Ελπίζει ότι θα πείσω τις φίλες μου να μπαίνουν στο Ίντερνετ, να τα διαβάζουν, να γράφουν σχόλια, να έχουμε διάλογο και τέτοια. Έχω τις αμφιβολίες μου, αλλά δεν πειράζει. Θα δούμε.
Ξεκινάμε λοιπόν την ξενάγηση μας σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο, αυτόν τον κόσμο που φύλαξαν οι φωτογραφίες μας. Ο αδερφός μου, 10 χρόνια μεγαλύτερος, είχε μανία με τις φωτογραφικές μηχανές, φρόντιζε συνέχεια να μας απαθανατίζει. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη εκτίμηση στη δημιουργία αρχείων, έγραφε, σημείωνε πάντα πίσω απο το χαρτονάκι την ημερομηνία, περνούσε τα γεγονότα σε τετράδια που ρίγωνε μόνος του.
Αυτή η φωτογραφία του γυμνού μωρού στην πολυθρόνα είναι η πιο παλιά που έχω από τις δικές μου. Εγώ είμαι το γυμνό μωρό, στρουμπουλό πολύ, με το βραχιολάκι στο μπράτσο. Η πολυθρόνα αυτή είναι ένα είδος επίπλου που δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο. Θα πρέπει να το είχαμε στη Λάρισα, την πόλη που γεννήθηκα. Μεγάλωσα στο Αγρίνιο, που το αγαπώ σαν πατρίδα μου, αλλά κανείς μας δεν ήταν απο εκεί. Ο πατέρας μου ήταν απο το Κιλελέρ, η μητέρα μου απο τη Δράκεια του Πηλίου. Όταν γνωρίστηκαν στη Λάρισα ήταν χήροι και οι δυο, με ένα παιδί ο καθένας, η μαμά είχε το γιο, ο μπαμπάς είχε την κόρη. Έκαναν άλλα τέσσερα παιδιά μαζί, τρία κορίτσια και ένα αγόρι.

Έτσι περιπετειώδης ήταν τότε η ζωή των ανθρώπων। Ο θάνατος ερχόταν πολύ συχνά, πολύ εύκολα। Το αγόρι εκείνο πέθανε στα τρία του απο τύφο, τον οποίο τον περάσαμε όλα τα μικρά, αλλά τα κορίτσια επέζησαν। Πιο γεροί οργανισμοί τα θηλυκά βλέπετε। Αρα αυτή η μωρουδίστικη φωτογραφία θα πρέπει να είναι απο τη Λάρισα, από το ωραίο σπίτι όπου γεννηθήκαμε, και το οποίο εγκαταλείψαμε για να πάμε στο Αγρίνιο όπου ο μπαμπάς μου έγινε έμπορος λιπασμάτων και ασφαλιστής। Μπορεί την ίδια μέρα να βγήκε και αυτή η φωτογραφία της μεγαλύτερης απο τα τέσσερα μικρότερα παιδιά, της Στέλλας μας, που την έβαλαν να σταθεί όρθια σε καρέκλα, ντυμένη όμως αυτή, και χωρίς να στηρίζεται. Είναι κιόλας ένα μικρό ανθρωπάκι, με τέλεια παπουτσάκια, άσπιλα। Αναρωτιέμαι αν περπατούσε καθόλου με αυτά. Πίσω απο τη φωτογραφία η μητέρα μου έχει σημειώσει πως είναι αποκριάτικα ντυμένη, αγοράκι। Κάπου έχω και μια φωτογραφία του αδερφού μας σε ίδια ηλικία ντυμένου κοριτσάκι।
Η Στέλλα μοιάζει εδώ απίστευτα με τη μικρή της κόρη, όταν ήταν κι εκείνη παιδί. Οι δυο φωτογραφίες θα πρέπει να είναι του 1926.
Καλώς ήρθατε λοιπόν στο μικρό ασπρόμαυρο κόσμο μου.