Friday 23 December 2011

Γιαγιά υπήρχαν Χριστούγεννα όταν ήσουνα κοριτσάκι;





Έχετε ακούσει για τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων; Όταν ήμουν παιδί, στο Αγρίνιο, οι μεγάλοι νήστευαν απο κρέας Τετάρτη και Παρασκευή για σαράντα μέρες. Και την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα ολόκληρη νηστεύαμε για να κοινωνήσουμε την Παραμονή. Ύστερα τρώγαμε κοτόσουπα, το πρωινό των Χριστουγένννων.
Κι ενώ εμείς νηστεύαμε, το καημένο το γουρούνι στο υπόγειο έτρωγε καλά καλά, για να παχύνει! Τις μέρες της παραμονής σφαζόταν για να γίνει λουκάνικα που θα καταναλώνονταν όλο το χειμώνα. Ενα γουρούνι στο σπίτι δεν είναι απλή υπόθεση, είχαμε διάφορες περιπέτειες. Μια φορά είχε χαθεί, θα έφαγε το σκοινι του και θα το έσκασε. Το ψάχναμε τρεις μέρες σε όλη τη γειτονιά και στο ρέμα που περνούσε δίπλα απο το σπίτι, αλλά δεν το βρήκαμε. Μια άλλη φορά μας είχαν φέρει ένα γουρουνόπουλο για τα Χριστούγεννα, και το κρατούσαμε ζωντανό, δεμένο στο υπόγειο. Πάω να πάρω αλεύρι από κάτω, και βλέπω στο σκοτάδι να τρέχει ένα ζώο κόκκινο γυαλιστερό. Τρομάζω και βάζω τις φωνές. Το καημένο, είχε λυθεί και είχε χύσει το κιούπι με το βύσσινο γλυκό, είχε κυλιστεί ολόκληρο κι είχε γίνει σαν τέρας της Αποκαλύψεως.



Από βραδύς ερχόταν στο σπίτι μας η αδερφή της γιαγιάς, και μας διάβαζε για τη θεία μετάληψη. Ήταν πολύ διαβασμένη και κοσμογυρισμένη γυναίκα, η μοναδική μας συγγενής στο Αγρίνιο. Είχα καημό που δεν είχαμε θείες και θείους και ξαδέλφια. Την αγαπούσαμε πολύ γιατί ήταν όλο καλοσύνη και ακούγοντας την γαληνεύαμε κι εμείς που πάντα νιώθαμε ξένοι σε ξένο τόπο.



Ξημερώνοντας η ημέρα των Χριστουγέννων κτυπούσε η καμπάνα, ακόμα νύχτα. Εμείς κοιμόμασταν βαθιά. Έμπαινε η μαμά στο δωμάτιο κι άρχιζε να μας ξυπνάει ψέλνοντας: «Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών……Άντε σηκωθείτε να πάμε στην εκκλησία!»
Αυτό το επαναλάμβανε δυο τρεις φορές ώσπου να αφήσουμε τα ζεστά μας κρεβάτια, να ντυθούμε τουρτουρίζοντας και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για την εκκλησία. Θέρμανση τα σπίτια είχανε τότε σόμπες που καίγαμε ξύλα και μαγκάλια με κάρβουνο. Τα βράδια έκανε κρύο σε κείνο το μεγάλο σπίτι με τα ψηλά ταβάνια.
Γυρίζαμε από την εκκλησία το ξημέρωμα, και μας περίμενε μια σούπα από κότα. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Έχω χρόνια να απολαύσω τέτοια μυρωδιά! Ίσως να ήταν το κρύο και η ταλαιπωρία που την έκαναν έτσι νόστιμη, ή η κότα να ήταν στ' αλήθεια αλανιάρα!
Ο αδερφός μου μας έβγαζε μια φωτογραφία στο τραπέζι αναμνηστική। Βέβαια, ώσπου να τη βγάλει το χαμόγελο στο στόμα μας γινότανε γκριμάτσα, γιατί πήγαινε κι ερχότανε, και μετρούσε αποστάσεις και κανόνιζε το φως, εμείς διαμαρτυρόμασταν, κι εκείνος έστηνε τη μηχανή σε ένα τρίποδο, πατούσε ένα κουμπί κι έτρεχε κοντά μας φωνάζοντας, «Μην κινείται τώρα κανείς, ούτε αναπνοή!»


Κι έτσι βλέπετε πώς ήμασταν το 1934, οι τρεις αδερφές με το μπαμπά, τη μαμά μας και τη γιαγιά Καλλιόπη την Πηλιορείτισσα που είχε έρθει και ζούσε μαζί μας.



Sunday 20 November 2011

Ο τραπεζίτης και η τραπεζίτισσα





Τον Παπαδήμο δεν τον είχα διοικητή στην Τράπεζα Ελλάδος, δεν τον πρόλαβα δηλαδή, είχα πάρει σύνταξη όταν έγινε εκείνος διοικητής. Από νεώτερους συναδέλφους άκουγα ότι ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του και μοναδικός σαν άνθρωπος ανάμεσα στους διοικητές, στους τρόπους και στο σεβασμό απέναντι στους υπαλλήλους. Έχοντας ακούσει όλ’ αυτά χάρηκα πολύ που ανέλαβε την πρωθυπουργία. Ίσως καταφέρει να σώσει τη χώρα από την κατρακύλα.
Άρχισαν βέβαια αμέσως να τον βρίζουν, κι ανάμεσα στ’ άλλα τον λένε και τραπεζίτη. Σα να ήταν δική του η Τράπεζα! Θυμήθηκα μια φορά που τα παιδιά μου ήταν μικρά και με λέγανε και μένα τραπεζίτη.
Δούλεψα τρισήμισι δεκαετίες στην Τράπεζα της Ελλάδος, και τραπεζίτης δεν υπήρξα βέβαια, αλλά το μαγικό τραπεζάκι που στρωνόταν κάθε μέρα χάρις στο μισθό μου το απέκτησα. Δεν ήταν η δουλειά που ονειρευόμουν, και δεν την αγάπησα ποτέ. Τα χρόνια που εγώ δούλευα δεν ήταν όπως τώρα. Δουλεύαμε καθημερινά οχτάωρο, έξι μέρες την εβδομάδα, και δεν έπρεπε ποτέ να αργούμε το πρωί. Αν αργούσαμε δεν μας άφηνε ο θυρωρός να υπογράψουμε το δελτίο, κι αυτό σήμαινε περικοπή μισθού. Το πρωινό ξύπνημα και η τρεχάλα γι αυτό το δελτίο ήταν ο εφιάλτης μου, ιδίως όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά κι έκλαιγαν επειδή έφευγα αξημέρωτα.
Φορούσαμε πάντα ποδιά την ώρα της δουλειάς. Για να πάμε στην τουαλέτα χρειαζόμασταν άδεια, και για καφέ επίσης. Η σημερινή ελευθερία των εργαζομένων στην Τράπεζα για μας ήταν επιστημονική φαντασία.
Ωστόσο στην Τράπεζα της Ελλάδος οι εργαζόμενοι είχαν διάφορα προνόμια, όχι μόνο τον καλό μισθό. Υπήρχαν οι κατασκηνώσεις για τα παιδιά του προσωπικού στην Πάρνηθα, που ήταν σπουδαία προσφορά για τις εργαζόμενες μητέρες. Τώρα υπάρχει κι ένας εξαιρετικός παιδικός σταθμός, που τότε δεν υπήρχε. Πιστεύω ότι είχαμε πολύ προοδευτική εργατική συνείδηση. Υπήρχε ασφάλιση των μελών της οικογένειας, γενικά καλές κοινωνικές παροχές, ένα σύστημα που αν εξελισσόταν σε άλλους τομείς ανταποδοτικά, όχι με κρατικές παροχές, θα μπορούσε να ακολουθήσει το σουηδικό μοντέλο. Δεν μπορώ να πω ότι παρακολουθώ και τώρα λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι ο σύλλογος μας είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Δεν αγαπούσα τη δουλειά στην Τράπεζα, είχα σχεδιάσει αλλιώς τη ζωή μου. Αλλά ο πόλεμος έφερε πτώχευση στην οικογένεια και δεν μπόρεσα να σπουδάσω, ούτε να γίνω πιανίστα. Έδωσα όμως τις εξετάσεις στην Πάτρα και πέρασα. Έπιασα δουλειά το 44 στο Αγρίνιο. Η φωτογραφία είναι στα σκαλιά της Τράπεζας εκείνο τον πρώτο καιρό. Τις πρώτες μέρες μούσκευα με δάκρυα τα χαρτιά στη γραφομηχανή. Ύστερα συνήθισα, γνώρισα εκεί πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους. Ναι, ήταν χώρος ανοιχτόμυαλων και προοδευτικών ανθρώπων η Τράπεζα Ελλάδος.


Το 1952 πήρα μετάθεση για την Αθήνα, όπου έμεινα ως τη σύνταξη.


Η δουλειά στην Τράπεζα με βοήθησε να ζήσω με αξιοπρέπεια. Όση πίκρα κι αν μου άφησε η στέρηση της καλλιτεχνικής πορείας που ονειρευόμουνα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω εκ των υστέρων ότι ήταν σημαντικό για μένα το γεγονός πως δούλεψα και κέρδισα χρήματα, σε αντίθεση με πολλές γυναίκες της γενιάς μου.
Τα δε παιδιά μου είναι περήφανα για μένα. Έστω κι αν έκλαιγαν όταν ήταν μικρά κι έφευγα από το σπίτι.

Tuesday 25 October 2011

Aνυποψίαστες

Κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, συνηθίζαμε να καθόμαστε πολλές ώρες το μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι και να ακούμε τις αναμνήσεις του άντρα μου από τον πόλεμο. Την ημέρα που μας επιτέθηκε η Ιταλία εκείνος ήταν κιόλας ώριμος άντρας, είχε κάνει τη θητεία του σαν έφεδρος, και δεν περίμενε να νυχτώσει, πήγε να καταταγεί από την πρώτη στιγμή. Είχε πολλά να πει, γιατί μετά την ήττα της Ελλάδας από τη Γερμανία είχε φύγει για την Αίγυπτο μέσω Τουρκίας, είχε πολεμήσει στο Ελ Αλαμέιν, είχε πάρει μέρος στο κίνημα του Απρίλη του 43, είχε πάει σε στρατόπεδο στην Ερυθραία, είχε γυρίσει πίσω το 45… Βέβαια αυτά τα τελευταία δεν τα έλεγε στα παιδιά, δεν θα καταλάβαιναν. Ούτε εγώ καλά- καλά δεν μπορούσα, ή δεν ήθελα να τα καταλάβω.
Εγώ όμως στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ήμουν 14 χρονών, πήγαινα Β’ Γυμνασίου, και δεν είχα ιδέα. Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία από την εθνική επέτειο της ίδιας χρονιάς, λίγους μήνες πριν, που είχαμε φορέσει τις επίσημες στολές μας. Στο σώμα είμαστε σχεδόν γυναίκες, αλλά στο μυαλό είμαστε ακόμα παιδιά. Ανυποψίαστα, χαρούμενα, δεν ξέραμε τι μας περίμενε…
Εγώ είχα φτιάξει τα μαλλιά μου μπούκλες για την περίσταση, μαζί με τις άλλες που είχαν μακριά μαλλιά. Ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε. Ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, σπούδαζα πιάνο στο Ωδείο. Είχα κάνει τη μεγάλη μου επανάσταση στο σπίτι με το πιάνο. Δεν ήθελαν οι γονείς μου να γραφτώ, κι αφού έκλαψα επί ένα χρόνο, μόνο τότε πείστηκαν. Κι ύστερα δεν μου αγόραζαν πιάνο. Περνούσα ώρες να εξασκώ τα δάχτυλά μου στο τραπέζι…
Τα σχέδια μου λοιπόν ήταν να γίνω πιανίστα, και βεβαίως να σπουδάσω και κάτι φιλολογικό. Αρχαιολογία μάλλον έλεγα. Τι χειραφετημένες, τι μοντέρνες γυναίκες θα γινόμασταν, και τι ελεύθερη ζωή θα ζούσαμε, που δεν την είχαν δει ούτε στο όνειρο τους οι μαμάδες μας κι οι γιαγιάδες μας!
Κι εκείνη την ημέρα του Οκτώβρη, μια βροχερή, συννεφιασμένη μέρα, δεν καταλάβαμε στην αρχή. Είχα φτάσει στο σχολείο λαχανιασμένη από την τρεχάλα, κι όταν μας είπαν ότι δεν θα κάναμε μάθημα, γυρίσαμε παρέα στα σπίτια μας όλο γέλια και χαρές. Στα μαγαζιά και στο δρόμο βλέπαμε ανήσυχους τους ανθρώπους και δεν καταλαβαίναμε…
Α ναι, μετά τα καταλάβαμε όλα. Είδαμε τους πληγωμένους φαντάρους να φτάνουν από το μέτωπο και να τους κόβουν τα πόδια στη διπλανή αποθήκη Παπαστράτου που έγινε νοσοκομείο. Είδαμε την περιουσία του πατέρα μου να χάνεται μέσα σε μια μέρα, γιατί ήταν σε μετρητά. Είδαμε τους ναζί να φτάνουν στην πόλη μας, να συνεργάζονται με τα Τάγματα Ασφαλείας, είδαμε κρεμάλες στην πλατεία της πόλης μας, εκεί που κάναμε γιορτές και παρελάσεις. Είδαμε πολλά, που δεν τα θέλαμε, ωριμάσαμε με τρόπο που δεν θέλαμε.
Το Ωδείο έκλεισε. Δεν σπούδασα τίποτε, χρειάστηκε να πιάσω δουλειά με το που τέλειωσα το σχολείο. Τα σχέδια μου καταστράφηκαν, και δεν μπορούσα ούτε να παραπονεθώ, γιατί άλλοι είχαν χάσει τη ζωή τους, τα αδέρφια τους, τα παιδιά τους. Θα ήθελα να θυμίσω στους σημερινούς νέους, με όλες τις στεναχώριες που περνάνε, να μην ξεχνάνε πόσο τυχεροί είναι που δεν έζησαν πόλεμο. Πρέπει κάθε μέρα να ξυπνάνε και να λένε: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου που γεννήθηκα μετά το 50 και δεν έζησα πόλεμο!» Όχι να κατεβαίνουν οπλισμένοι με λοστούς στο κέντρο της Αθήνας και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους, ότι έχουμε πόλεμο! Ζούμε ακόμα εμείς που τον γνωρίσαμε. Ας σεβαστούν τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους, αφού την εμπειρία δεν θέλω να ευχηθώ να την αποκτήσουν…

Sunday 9 October 2011

Ψηλότερη για λίγο

Τι σοβαρά παιδάκια στη φωτογραφία, εν αντιθέσει με την πραγματικότητα, που ήμασταν διαόλια! Η μικρή μου αδερφή είχε φήμη μεγάλου καπετάν -φασαρία, αλλά εδώ καταφέραμε να μείνουμε για λίγο ακίνητες κι αγέλαστες, σα να παίζαμε το παιχνίδι με τα αγάλματα. Ποζάρουμε στο στούντιο του Ξυθάλη, μπροστά στη ζωγραφισμένη του κουρτίνα, φορώντας τα πανομοιότυπα ναυτικά κοστούμια μας, ραμμένα κατ' οίκον, τα σοσόνια μας και τα γοβάκια μας, εκείνη λευκά, εγώ μαύρα. Πάλι καλά που δεν είμαστε δίδυμες, δεν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τον εαυτό μας!




Υπήρχε μια μανία με την ομοιομορφία όταν ήμασταν παιδιά. Έπρεπε να είμαστε ντυμένα, χτενισμένα και ποδεμένα με συγκεκριμένο τρόπο για να φαινόμαστε καθώς πρέπει, κι ανέκφραστα όταν μας απαθανάτιζαν. Απο κει και πέρα ό,τι μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ας ξεχώριζε...


Κι αυτή η μανία με τα ναυτικά που κράτησε δεκαετίες; Λες και μας ετοίμαζαν για πλήρωμα σε υπερωκεάνειο, ή για στράτευση στο πολεμικό ναυτικό...
Αυτό που ξεχωρίζει εδώ είναι το ύψος και λιγότερα τα χρώματα. Εγώ ήμουν ξανθιά και η αδερφή μου μελαχρινή. Ελάχιστα φαίνεται αυτό στην ασπρόμαυρη φωτογραφία..


Η μαμά μου έχει χτενίσει τα μαλλιά σε δυο κοτσίδες στριφογυριστές και στερεωμένες στ αυτιά, που τις έλεγα κεφτέδες. Είχαν αστείο όνομα αλλά ήταν πολύ άβολες. Ονειρευόμουν να απαλλαγώ απο τις κοτσίδες μου... Η μικρότερη αδερφή μου, που είναι εδώ πιο κοντή απο μένα, όταν μεγαλώσαμε έγινε η πιο ψηλή απ΄όλες μας.




Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ περήφανος που είχε τόσες κόρες και σε όλα τα χρώματα: Πρασινομάτες δυο, οι μεγαλύτερες, γαλανομάτα μία, εγώ, κι η μικρή μας με μάτια μαύρα. Όταν τον πείραζαν που είχε κόρες και θα έπρεπε να μαζέψει προίκες, δήλωνε πάντα με την ίδια περηφάνεια:


-Θα πληρώσουν πολλά για να πάρουν τις δικές μου κόρες!


Και τελικά απεδείχθη ότι δεν είχε εντελώς άδικο...

Tuesday 13 September 2011

Μέρες του σχολειού


Καλή χρονιά στα παιδιά που ξεκινάνε το σχολείο. Αν μπορείτε μην τα συνηθίζετε στη γκρίνια. Τα χρόνια αυτά είναι μοναδικά.

Βέβαια η πρώτη μέρα του σχολειού δεν είναι ιδανική ανάμνηση για όλους. Εγώ ας πούμε είχα περάσει δύσκολες ώρες την πρώτη μέρα της Πρώτης Δημοτικού. Ενώ είχα πάει όλο κέφι και χαρά, κάπως φοβήθηκα τους αυστηρούς δασκάλους, τον παιδονόμο, το βλοσυρό παπά κι απο το φόβο μου κατουρήθηκα μέσα στην τάξη. Tρόμος με έπιασε, μη με καταλάβουν και με τιμωρήσουν, ή με αρχίσουν στην καζούρα, ή και τα δύο. Έμεινα ακίνητη και σκουπίστηκε με το φόρεμα μου χωρίς να τα καταλάβει κανείς. Ευτυχώς καταφερα να μη με πάρουν χαμπάρι.

Στο διάλειμμα σηκώθηκα κι έτρεξα στο σπίτι μου ν' αλλάξω, γύρισα μετά σαν αστραπή. Ηθικόν δίδαγμα: Το καλύτερο σχολείο είναι αυτό που βρίσκεται κοντά στο σπίτι σου, όπως λένε και οι παιδαγωγοί.

Ο παιδονόμος ήταν ένας τρομερός τύπος που τριγυρνούσε στην αυλή με μαστίγιο για να μας φοβερίζει και να καθόμαστε φρόνιμα। Μια μέρα με χτύπησε στα πόδια μόνο και μόνο επειδή έπαιζα κυνηγητό στο διάλειμμα! Πήγα σπίτι κλαίγοντας και εξήγησα στον πατέρα μου τα καθέκαστα. Ξαναγυρίσαμε μαζί στο σχολείο, έπιασε τον παιδονόμο και του έβαλε τις φωνές. Από τότε μπορούσα τουλάχιστον να παίζω στα διαλείμματα.

Όταν σας πιάνει το παράπονο για τα σχολεία να σκέφτεστε καμιά φορά κι εμάς που είχαμε παιδονόμους, τρώγαμε ξύλο νομίμως, κι ήμασταν στην τάξη πολύ περισσότεροι από είκοσι...

Στη φωτογραφία εδώ με τη δασκάλα μου δεν είμαστε όλη η τάξη, έχει κοπεί η φωτογραφία, δεν ξέρω γιατί, και λείπουν πολλοί.

Ας μπορέσουν τα παιδιά να χαρούν τα παιδικα τους χρόνια στο Σχολείο, ας περάσουν όμορφες στιγμές, ή έστω αστείες, ας γνωρίσουν πολλούς φίλους, ας γνωρίσουν επίσης και λίγα απο τα ταλέντα τους.

Tuesday 26 July 2011

Ρηχά είναι, μπείτε!



Μισοί μέσα, μισοί έξω, ποδόγυροι που βρέχονται, κορίτσια που διστάζουν, αγόρια που καμαρώνουν, τσούρμο συνέχεια, να μην μπορείς να ξεμοναχιαστείς καθόλου, κι ο αδερφός μου φρουρός του χρόνου με την άβολη φωτογραφική του μηχανή, που μας ακολουθούσε παντού।

Αμφιλοχία και πάλι.

Thursday 7 July 2011

Φύσα αγέρι



Η παρέα που χωράει στην καρότσα ενός φορτηγού, μπορεί να στριμωχτεί και σε ένα βράχο, άκρη- άκρη στη θάλασσα, μετά το μπάνιο, μόνο και μόνο για να έχει το νερό φόντο πίσω, να δροσίζεται και με τη φωτογραφία.

Μεγάλη ανακάλυψη η θάλασσα της Αμφιλοχίας για μας τους Αγρινιώτες, μεγάλη υπόθεση κι εκείνο το φορτηγό που μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε χάρις στις μπίζνες του πατέρα μου. Είμασταν πολύ μοντέρνοι όπως βλέπετε. Μπορεί να ανεβαίναμε ένα τσούρμο στην καρότσα και να ταξιδεύαμε όρθιοι και χωρίς καθόλου άνεση, αλλά το κέφι ήταν εξαιρετικό, και η θάλασσα δροσερή. Τα δε μοντελάκια που φορούσαμε τότε, στην αρχή της δεκαετίας του 50, νομίζω θα στέκανε θαυμάσια και σήμερα, φτάνει να συνοδεύονταν απο το κατάλληλο αγέρι...

Wednesday 29 June 2011

Θάλαττα θάλαττα...



Τα μπάνια του λαού άρχισαν ξανά, δειλά φέτος, γιατί η θάλασσα είναι κρύα. Η αδερφή μου κι εγώ ξαναβρεθήκαμε παρέα, κοντά στη θάλασσα, όπως σε αυτή τη φωτογραφία που είναι τραβηγμένη αρκετές δεκαετίες πριν.

Έχουμε πολύ αλλάξει απο τότε, κι έγιναν πολλά στη ζωή μας, πάρα πολλά, όπως έγιναν πολλά και στις παραλίες, στις θάλασσες, στη χώρα μας και τον κόσμο. Όμως εμείς εκεί ακόμα, παρά θιν αλός, με τα μαγιό μας και τον εξοπλισμό μας, πετσέτες, αντηλιακά, λάδια κι όλα τα σχετικά.

Τότε βέβαια ούτε που μας ένοιαζε για αντηλιακό, ούτε που φανταζόμασταν ότι υπήρχε κίνδυνος από τον ήλιο. Αντίθετα όλοι τον θεωρούσαν πανάκοια, και κάναμε ηλιοθεραπεία όσο αντέχαμε.

Ήταν για μας μεγάλη ευτυχία εκείνα τα μπάνια. Μετά την Κατοχή, με μια τεράστια παρέα, ανεβαίναμε στην καροτσα ενός φορτηγού και πηγαίναμε στην Αμφιλοχία ή στο Αιτωλικό. Κολυμπούσαμε, τραγουδούσαμε, αστειευόμασταν φλερτάραμε, κι επιστρέφαμε πτώματα στην κούραση απο το μπάνιο και το ταρακούνημα στην άβολη λαμαρίνα.

Είχαμε μανία με τη θάλασσα, ήμασταν από τους λίγους τότε. Τώρα έχουν ανακαλύψει όλοι την ευεξία που χαρίζει ένα θαλάσσιο μπάνιο, και τρέχουν στις παραλίες.

Κι εμείς, δόξα τω θεώ, ξανά μαζί οι δυο μας, μάλιστα με μια μικρή παρέα που σχηματίζεται, την πλησιάζουμε και φέτος και αφηνόμαστε στην αγκαλιά της.

Friday 17 June 2011

Αλλος για τη βάρκα


Σε αυτή τη βάρκα δεν χωράει άλλος. Την έχουμε γεμίσει, μια κοριτσοπαρέα. Το αγόρι είναι ο γιος του βαρκάρη. Και στην πραγματικότητα δεν είναι βάρκα, είναι καΐκι, έχει πανί. Με πανί και κουπιά δούλευε, μηχανή δεν υπήρχε. Τη λένε "Ανατολή" , αλλά βρίσκεται σε παραλία της δυτικής Ελλάδας, στη θάλασσα που πηγαίναμε εμείς οι Αγρινιώτες.
Εχω πεθυμήσει αυτά τα καϊκια, αυτές τίς ήσυχες βόλτες με κουπιά, που κάναμε απο την Αμφιλοχία, το Μεσολόγγι ή το Αιτωλικό. Ήταν τόσο ωραία να απομακρύνεσαι λίγο απο την ακτή και να μην ακούς παρά το πλαφ των κουπιών στο νερό και τις φωνές μας. Τώρα πια για να κάνεις μια μικρή βόλτα με πλεούμενο πρέπει να έχεις δικό σου.
Μήπως είναι μια καλή ιδέα για τουριστική επιχείρηση αυτή, βαρκάδες με κουπιά; Θα μπορούσαν μάλιστα να κωπηλατούν και οι ίδιοι οι επιβάτες, γιατί τώρα είναι της μόδας η κωπηλασία.
Νομίζω ότι αν κάποιος εφάρμοζε την ιδέα θα είχε καλές προοπτικές για κέρδη

Thursday 9 June 2011

Τα ψάθινα καπέλα




Κάθε φορά που βγαίνω έξω αυτες τις μέρες με τη ζέστη, με πιάνει πονοκέφαλος. Η κόρη μου νομίζει ότι φταίει που δεν φοράω καπέλο, και συνέχεια μου αγοράζει καπέλα. Δεν τα φοράω φυσικά, και γκρινιάζει.


Σήμερα σκαλίζοντας τις φωτογραφίες βρήκα αυτή απο τη γιορτή λήξης του σχολικού έτους στο Δημοτικό. Ύπάρχουν τρία κορίτσια με τεράστια καπέλα, και το μεσαίο είμαι εγώ. Είναι αυτή που φαίνεται πίσω απο το καπέλο του δασκάλου.


Έτσι μπορεί να δει ότι φορούσα καπέλα κάποτε, και μάλιστα μεγάλα. Αυτό είναι σαν της Καμίλας στο γάμο του Ουίλιαμ. Πολύ ωραίο, τώρα που το προσέχω.

Όλοι είναι λουσάτοι στη φωτογραφία αυτή. Αγόρια με το καλοκαιρινό τους κούρεμα, δηλαδή γουλί, με καθαρά πουκάμισα, δασκάλες με άσπρους γιακάδες, δάσκαλοι με γραβάτες, μια πανδαισία υποδοχής των διακοπών. Κι όλοι ευχαριστημένοι με τη σχολική χρονιά που πέρασε, ικανοποιημένοι απο τις επιδόσεις, ή απλώς τους προβιβασμούς.


Πολλά έχουν αλλάξει απο τότε, αλλά το τέλος της σχολικής χρονιάς θεωρείται ακόμα κάτι σημαντικό για παιδιά και δασκάλους. Καλή ξεκούραση τους εύχομαι, καλές διακοπές, να πάρουν πολλές πολλές δυναμεις για το Σεπτέμβριο.

Thursday 2 June 2011

Πιάνουν οι ζέστες






Όταν ήμασταν παιδιά οι διακοπές γίνονταν για λόγους υγείας. Το Αγρίνιο ήταν πολύ ζεστό το καλοκαίρι και με πολλά κουνούπια, υπήρχε λοιπόν ανάγκη να απομακρυνθούμε απο κει, να γλιτώσουμε την ελονοσία και να ενισχύσουμε τα πνευμόνια μας με καθαρό αέρα.


Ο πατέρας μου ταξιδεύοντας στα γύρω χωριά για τη δουλειά του ανακάλυψε τον Άγιο Βλάσιο. Είναι ένα χωριό σε υψόμετρο 1000μ, γεμάτο έλατα, με πολύ υγιεινό κλίμα. Μας πήγε λοιπόν εκεί για διακοπές, αν και θα προτιμούσαμε τη θάλασσα. Νοικιάσαμε ένα σπίτι με στρώματα γεμάτα κοριούς, που για μια βδομάδα τα πλέναμε και τα τινάζαμε, χωρίς να καταφέρνουμε να τους εξολοθρεύσουμε τελείως. Περνούσαμε το καλοκαίρι μας εκεί κάνοντας βόλτες στο δάσος και βοηθώντας τη μαμά στις ατελείωτες δουλειές του σπιτιού, που δεν είχε ούτε νερό τρεχούμενο, κι έπρεπε να το φέρνουμε απο τη βρύση του χωριού.




Η βρύση ήταν όπως στα παραμύθια και στο σινεμά, με τις γυναίκες να μαζεύονται γύρω- γύρω κουβαλώντας ένα σταμνί, και να πιάνουν την κουβέντα περιμένοντας. Μας άρεσε να συναντάμε τις φίλες μας εκεί, αλλά το κουβάλημα του νερού δεν μας άρεσε καθόλου.


Πάνω στο βουνό, ακολουθώντας το μονοπάτι, κάναμε βόλτες μέχρι μια άλλη αρκετά μακρινή πηγή, που τη λέγαν Νεραϊδόβρυση, κι εκεί καθόμασταν να φάμε και να πιούμε νερό απο το βουνό, παγωμένο όπως έβγαινε απο το βράχο.


Με τον αδερφό μου περπατήσαμε όλα τα μονοπάτια, δεν μας άφηνε να τεμπελιάζουμε και να χαζεύουμε, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε μεγάλες διαδρομές.
Από τα σπίτια του χωριού έβλεπες κάτω την κοιλάδα του Αχελώου, και φαινόταν το ποτάμι τόπους -τόπους να αστράφτει απο το φως του ήλιου, ή του φεγγαριού.

Ήμασταν ελεύθερες να τριγυρίζουμε, δεν είχαμε τον έλεγχο της γιαγιάς που δεν ερχόταν μαζί μας, έμενε στο Αγρίνιο, αλλά μας έλειπαν οι παρέες μας. Ευτυχώς γνωρίσαμε μερικά παιδιά και κάναμε μαζί εξερευνήσεις μέσα στα δέντρα.

Μαζεύαμε λουλούδια, ήταν ο πιο προσιτός θησαυρός. Υπήρχαν τα συνηθισμένα και τα σπανιότερα, κάτι μωβ και ροζ ορχιδέες που φύτρωναν ανάμεσα στα έλατα.
Απο τότε που πήγαινα μικρή διακοπές εκεί, δεν ξαναείδα πουθενά τέτοια λουλούδια

Thursday 26 May 2011

Θα γυρίζαμε στον τόπο μας





Η γιαγιά Καλιόπη, η πηλιορείτισα, αφού έμεινε για λίγο καιρό στο χωριό με το γιο της, κατέβηκε στη Λάρισα με την κόρη της, αλλά κι εκεί δεν ευδοκίμησε. Οπότε ήρθε σε μας, στο Αγρίνιο να δει πώς θα τα πάει, και καταλάβαμε γιατί δυσκολευόταν να συμβιώσει με τις οικογένειες των άλλων της παιδιών. Ήταν πολύ ισχυρογνώμων άνθρωπος, είχε άποψη για όλα και δεν υποχωρούσε μέχρι να την επιβάλει.


Οι γονείς μου την ανέχτηκαν. Εξάλλου, δεν υπήρχε τέταρτη επιλογή, να πάει. Την άφησαν να τους κουμαντάρει μέχρι και στο θέμα της αγοράς σπιτιού. Δεν ήθελε να αγοράσουμε σπίτι στο Αγρίνιο:

"Απαπα Γιαννάκη μου, τι δουλειά έχουμε εδώ; Εμείς θα γυρίσουμε στον τόπο μας!"

Κι όμως είχαμε μια χαρά δουλειά, εκεί την είχαμε τη δουλειά! Αλλά η Καλλιόπη ανένδοτη. Έτσι έπρεπε να μένουμε σε νοικιασμένα σπίτια, και κάθε τόσο να μετακομίζουμε. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου αγόρασε ένα οικόπεδο για να χτίσει. Τότε πια η πλύση εγκεφάλου της γιαγιάς έγινε καθημερινή, πως θα γυρίζαμε στον τόπο μας. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί οι γονείς μου την άφηναν τόσο πολύ να τους επηρεάζει.

Δεν αποκτήσαμε σπίτι στο Αγρίνιο, αλλά ούτε γυρίσαμε και στον τόπο μας. Κι η γιαγιά μου δεν πρόλαβε ποτέ να πάει ξανά. Έμεινε μαζί μας, πέθανε στο Αγρίνιο και τάφηκε εκεί


Στη φωτογραφία η γιαγιά Καλιόπη κρατά αγκαλιά τον αδερφό μου το Γιωργάκη. Είναι η μοναδική του φωτογραφία. Αυτό το καημένο το αγοράκι, πέθανε απο παιδική αρρώστια όταν είχαμε αρρωστήσει όλα τα παιδιά μαζί. Τα κορίτσια γλύτωσαν, ως πιο γερές κράσεις, φτιαγμένα για μεγάλες δοκιμασίες και ταλαιπωρίες, το αγόρι δεν άντεξε. Έτσι μείναμε μια οικογένεια με τέσσερα κορίτσια, και μόνο ένα αγόρι, τον μεγάλο αδερφό μου.
Ο τόπος σου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, είναι εκεί που περνάς τα παιδικά σου χρόνια. Η γιαγιά μου τα πέρασε στη Δράκεια, κι εκεί ήταν ο τόπος της. Συμβιβαζόταν με τη Λάρισα, κι ως εκεί. Εμένα ο τόπος μου είναι το Αγρίνιο. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, κι ας έλεγαν διαρκώς οι γονείς μου ότι είμαστε απο αλλού, κι ας του έβρισκαν διαρκώς ελαττώματα. Κι ας ζω στην Αθήνα εξήντα χρόνια τώρα.

Friday 20 May 2011

Διακοπές στη Ναύπακτο

Ένα καλοκαίρι πήγαμε διακοπές στη Ναύπακτο μαζί με την αδερφή της μαμάς μου και τα παιδιά της. Γι αυτό είμαστε τόσο πολλά παιδιά εδώ. Είναι τα ξαδέρφια μου, ο Θανασάκης και η Νίτσα, κι όλοι εμείς, Έλλη, Στέλλα, εγώ με το ξανθό κοντό μαλλί και η Μάτα στην αγκαλιά του μπαμπά.
Ο μεγάλος αδερφός μου λείπει διότι μάλλον αυτός θα ήταν που πήρε τη φωτογραφία.
Έκανε πολλή ζέστη στο Αγρίνιο τα καλοκαίρια, κι έτσι αποφάσισαν οι γονείς μας να παραθερίσουμε κοντά στη θάλασσα. Τη λατρέψαμε τη Ναύπακτο και λατρέψαμε και τη θάλασσα. Μάθαμε κολύμπι απο μικρά παιδιά και σε όλη μας τη ζωή το απολαύσαμε.
Ήταν χρόνια πολύ ανέμελα, η παιδική μας ηλικία στο μεσοπόλεμο. Είχαμε πιστέψει ότι ζούσαμε σε μια εποχή που η ζωή καλυτέρευε κι ανακαλύπταμε πράγματα συνέχεια, κι όλος ο κόσμος τα ανακάλυπτε σιγά- σιγά.
Δεν φανταζόμασταν πως παραμόνευε ο πόλεμος που θα τα σάρωνε όλα.
Αυτή η φωτογραφία είναι από τις πολύ αγαπημένες μου. Η μαμά μου και η θεία μου φαίνονται τόσο ήρεμες κι ευχαριστημένες. Θα είχαν κουραστεί ίσως απο τις δουλειές, κι όπως κάθισαν και μας φώναξαν γύρω τους, θα σκέφτηκαν για μια στιγμή πως ο κόπος τους για όλους εμάς δεν πήγαινε χαμένος

Saturday 14 May 2011

Στον Άγιο Χριστόφορο


Αυτό το μονοπάτι οδηγούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Χριστοφόρου, που βρισκόταν λίγο έξω απο το Αγρίνιο. Ήταν ένας πανέμορφος περίπατος μέσα στο δάσος, και πηγαίναμε συχνά με τον αδερφό μου το Στέφανο, όπως εδώ που είμαστε εμείς μικρές, κι εκείνος είναι ήδη ένας μεγάλος άντρας. Μπορεί τα ρούχα μας να μη μοιάζουν πολύ εκδρομικά, αλλά δεν μας εμπόδιζαν να κάνουμε αυτή την εξαιρετική εξόρμηση στον καθαρό αέρα, τη βόλτα στο βουνό που ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι μας.
Μονοπάτι, δάσος, περίπατος, όλα αυτά φαίνεται πως ήταν πολυτέλειες μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Τώρα η περιοχή έχει γεμίσει σπίτια, το μονοπάτι έγινε δρόμος, ο Άγιος Χριστόφορος έχει μεταφερθεί στο κέντρο της πόλης, σε μια μεγάλη εκκλησία, και για να πάνε βόλτα οι Αγρινιώτες παίρνουν το αυτοκίνητο και απομακρύνονται. Δεν ξέρω αν περπατάνε, αν και μπορούν να φοράνε τώρα πολύ πιο μελετημένα σπορ ρούχα.
Διάβασα τις προάλλες, ότι ο αρχιεπίσκοπος έσπασε το πόδι του πηγαίνοντας στη γιορτή του Αγίου Χριστοφόρου. Θα ήταν την περασμένη Δευτέρα, που γιόρταζε ο άγιος και θα είχε πάει να λειτουργήσει στην εκκλησία. Ελπίζω να γίνει γρήγορα καλά, είναι ένας ιερωμένος που γαληνεύει τα πνεύματα με αληθινή χριστιανική στάση.

Saturday 7 May 2011

Πηγαίνω στο σχολείο




Κοντά στο σπίτι που νοικιάζαμε στο Αγρίνιο βρισκόταν ένα μεγάλο σχολικό κτίριο που λεγόταν "Παρθεναγωγείο" αλλά δεν ήταν. Ήταν κανονικό δημοτικό σχολείο, για αγόρια και κορίτσια.


Την πρώτη μέρα, όταν με άφησε ο πατέρας μου στο άγνωστο εκείνο περιβάλλον, πέρασα μεγάλη ταραχή. Η αυστηρότητα που επικρατούσε τότε μπορούσε να σου κόψει τα ήπατα. Ευτυχώς, συνήθισα γρήγορα.


Η δασκάλα μας, αυτή που βλέπετε με το μπερέ, έναν μπερέ που ακόμα τον θυμόμαστε με τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές όταν συναντιόμαστε, αποδείχτηκε πολύ καλή στη δουλειά της.

Της βγάζαμε παρατσούκλια, την κοροϊδεύαμε μεταξύ μας για τους πλεγμένους με βελονάκι μπερέδες της, για την πούδρα που έβαζε, για όλη την κομψότητα που πάσχιζε να διατηρεί σε κείνη τη σκληρή δουλειά...

Ας είναι, κατάφερε να μας μάθει γράμματα, μας έδωσε γερές βάσεις, σε αντίθεση με άλλους δασκάλους που άφησαν τα παιδιά αγράμματα.


Προσέξτε τα αγόρια στην πρώτη σειρά, πόσα είναι ξυπόλητα και κάθονται σα να μη συμβαίνει τίποτε. Ήταν απολύτων συνηθισμένο τότε, να μη φοράνε τα παπούτσια, ακόμα κι αν είχαν, για να μην τα χαλάσουν


Friday 29 April 2011

Άψογο το πλισέ, κατσούφα η μικρή






Τι γέλια κάνουμε κοιτάζοντας αυτή τη φωτογραφία. Μα πού τους ήρθε να με ντύσουν έτσι; Τι δουλειά είχα να φορέσω αυτό το περιδέραιο πάνω απο το φιόγκο, κι αυτό το πλισέ που ένας θεός ξέρει τι κοψομέσιασμα είχε στοιχίσει στην άτυχη γυναίκα που θα το σιδέρωσε, τη μαμά μου ή την κυρα Αλεξάνδρα που τη βοηθούσε στις δουλειές.

Για όλα έφταιγε η μανία του Στέφανου, του μεγάλου μου αδερφού, με τις φωτογραφίες. Είχε προμηθευτεί φωτογραφικές μηχανές, την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αλλά προσέτρεχε και στα φώτα των αδελφών Ξυθάλη, που είχαν το επαγγελματικό τους στούντιο στο κέντρο του Αγρινίου. Με τις ώρες μας έστηνε και μας έβαζε να ποζάρουμε, και μεις ανυπομονούσαμε να απαλλαγούμε από αυτή την αναγκαστική ακινησία. Και να οι παραγγελίες, χαμογελάστε! Γυρίστε λίγο έτσι. Όχι απο δω, απο κεί!


Περίμενε δεν τελειώσαμε! Χαμογελάστε, είπα!

Όμως εγώ δεν χαμογέλασα, παρ' όλες τις προσπάθειες, κι έτσι βγήκα μουτρωμένη στην επιμελημένη αυτή πόζα, ανεβασμένη στην καρέκλα, με τα καλά μου, με το μπουκέτο μου, με το δανεικό κολιέ, με το προσεχτικά σιδερωμένο πλισέ, με το ζωγραφισμένο ντεκόρ, τα παπούτσια και τα σοσόνια, και τα φρύδια σουφρωμένα και κατσούφικα. Μπορεί να σκέφτομαι τη ματαιότητα της ύπαρξης με αυτό το πολύ σκεφτικό ύφος, ή απλώς να εξαντλώ τα τελευταία ίχνη της υπομονής μου, περιμένοντας να τελειώσει αυτή η ιστορία και να βγω στο δρόμο να παίξω. Εκείνη την εποχή παίζαμε πολύ στο δρόμο, με τα γειτονόπουλα, παιχνίδια που πια δεν τα ξέρει κανένας. Ας πούμε το παιχνίδι "λέγκα- λεγκόξυλο" που το παίζαμε με δυο ξύλα, το έχετε ακούσει ποτέ;

Πρώτα θα βγάλαμε αυτήν εδώ τη φωτογραφία, που είμαστε όλοι μαζί, κι εγώ κάθομαι πολύ χαλαρά στην πολυθρονίτσα, ενώ τα αδέλφια μου είναι στημένα όρθια και ακίνητα.


Συγκρίνω τον εαυτό μου με τις άλλες δυο αδερφές μου σε αυτή την πόζα, και με βρίσκω πολύ συγκαταβατική. Έχω πάρει ένα ύφος σα να λέω, άντε ας του κάνουμε τη χάρη του μεγάλου που θέλει να μας βγάλει φωτογραφία. Ενώ οι άλλες δυο μοιάζουν να παίρνουν την υπόθεση πιο σοβαρά.



Μπορεί να με βάλανε καθιστή για να φαντάξει το πλισέ και έτσι απλωμένο γύρω- γύρω. Τέτοιο έργο τέχνης έπρεπε να αναδειχθεί απ' όλες τις μεριές.

Τέλος πάντων, μπορεί να κατσούφιαζα, αλλά χωρίς τη μανία του μεγάλου μου αδερφού για τη φωτογραφία δεν θα τις είχα τώρα όλες αυτές, να μπορώ να τις δείχνω στα παιδιά μου, και στα εγγόνια μου.



Tuesday 19 April 2011

Καλό Πάσχα!



Συνθεση πασχαλινή στο σχολείο, με τα κεφάλια μας μέσα απο τα αυγά, Δεν υπήρχαν μόνο τα παλιά έθιμα, αλλά και οι δημιουργίες της νεολαίας για το Πάσχα, όπως αυτό το σκηνικό με την εξαιρετικά επιμελημένη ζωγραφική που βλέπετε.



Κατά τα άλλα, όταν πλησίαζε το Πάσχα, η μαμά με τη γιαγιά μου νηστεύανε 40 μέρες για να κοινωνήσουν το Μέγα Σάββατο. Εμάς μας βάζανε να νηστεύουμε, μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα


Τη Μεγάλη Παρασκευή έπρεπε να βάλουμε καινούργια ρούχα, καινούργια παπούτσια, συνήθως άσπρα για να τιμήσουμε την ταφή του Κυρίου Εκείνη τη μέρα δεν έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι καθόλου, τρώγαμε στο πόδι. Με τις φίλες μου γυρίζαμε όλους τους Επιταφίους. Το βράδυ ακολουθούσαμε τον επιτάφιο της Παναγίας, κι όταν φτάναμε στην πλατεία και συναντούσαμε άλλον επιτάφιο, γινότανε χαλκουνοπόλεμος. Παλιότερα αυτά τα χαλκούνια τα φτιάχνανε μόνοι τους, δηλαδή γεμίζανε με μπαρούτι κάτι μακρόστενους κυλίνδρους, τα άναβαν και τα αφήνανε. Αυτά διέγραφαν πύρινους κύκλους στον ουρανό και μετά πέφτανε στη γη και καίγανε πόδια, χέρια, μάτια… Τα φοβόμασταν πολύ. Ευτυχώς μετά τον πόλεμο απαγορεύτηκαν.
Το βράδυ όλα τα μπαλκόνια είχαν αναμένα κεριά κι ήταν γεμάτα κόσμο από όπου περνούσε ο επιτάφιος. Μετά την περιφορά επέστρεφε στην πλατεία και η πόρτα της εκκλησίας ήταν κλειστή. Ο παπάς φώναζε: «Άρατε τας πύλας, άρατε και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης». Από μέσα ο ψάλτης ρωτούσε: «Τις εστί ο βασιλεύς της δόξης;» Ο παπάς: «Κύριος κραταιός, ούτος εστί ο βασιλεύς της δόξης». Δίνανε μια σπρωξιά στην πόρτα κι έμπαινε ο επιτάφιος στην εκκλησία.
Έτσι τέλειωνε η εβδομάδα των παθών. To Σάββατο τα μεσάνυχτα βγάζανε την Ανάσταση. Πηγαίναμε με τις λαμπάδες μας να πάρουμε το Άγιο φως. Έπρεπε να φέρουμε το φως στο σπίτι, να ανάψουμε το καντηλάκι που είχαμε στο εικονοστάσι μας. Μας περίμενε ζεστή η μαγειρίτσα με τα κόκκινα αυγά, το κρασί το κόκκινο. Τρώγαμε και τρέχαμε πάλι στα κρεβάτια μας, για ύπνο. Μόνο ο μπαμπάς έμενε ξύπνιος να παλεύει από τις έξι να ανάψει τη φωτιά για το αρνί, ένα έθιμο ρουμελιώτικο που το τηρούσανε και οι πιο φτωχές οικογένειες.
Σε κάθε αυλίτσα, σε κάθε κηπάκο, υπήρχε και μια σούβλα με αρνί και δυο τρεις σούβλες κοκορέτσι. Σε φωνάζανε όλοι, κι ας μη σε γνώριζαν, να δοκιμάσεις το αρνί ή το κοκορέτσι τους, που γι αυτό είχαν απασχοληθεί τόσες ώρες. Όλο το Αγρίνιο μοσχοβολούσε αρνί στη σούβλα κι από τα κεράσματα και τις δοκιμές που κάναμε στο τέλος δεν μπορούσαμε να φάμε το μεσημέρι στο σπίτι μας. Το αρνί του σπιτιού τρωγόταν την επόμενη μέρα κρύο.


Στο χωριό που πηγαίναμε τα καλοκαίρια, τον Αγιο Βλάσιο, η ευχή στα παιδιά ήταν, να έχουν της Λαμπρής τα καλά. Μετά απο τόσα χρόνια η ευχή έχει πάλι νόημα. Ας έχουμε της Λαμπρής τα καλά σε όλη την Ελλάδα φέτος, χριστιανοί και λοιποί.


Καλή ανάσταση!

Friday 15 April 2011

Αποχαιρετισμός στα όπλα



Η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν η τελευταία πολεμική επιχείρηση στην οποία πήρε μέρος ο πατέρας μου. Έστειλε στη μαμά μου δυο φωτογραφίες, μια απο τη Σμύρνη, σε φωτογράφο, και μια απο το στρατόπεδο, στη σκηνή του. Στη δεύτερη έχει γράψει απο κάτω : "Πάντοτε σκέφτομαι την Κατινίτσα μου"

Στην εκστρατεία αυτή ήταν επικεφαλής μιας ίλης ιππικού η οποία κυνήγησε τον Κεμάλ, όπως ήταν το επιτελικό σχέδιο, στα βάθη της Ανατολής. Ο πατερας μου το έκανε αυτό με υπερβάλοντα ζήλο, τόσο που στο τέλος έπεσε κάτω άρρωστος, και το άλογό του έσκασε. Τον μετέφεραν στην Αθήνα σε φορείο με πνευμονία και πλευρίτιδα, κι έτσι δεν έζησε το θλιβερό τέλος εκείνης της εκστρατείας και την κατάρρευση του μετώπου.

Πίσω στη Λάρισα τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον αξιωματικό μας. Πήρε μεν παράσημα για την ανδρεία του κλπ, αλλά, όπως έλεγαν τα μεγάλα μου αδέρφια, "ήταν ζωηρός", δηλαδή έπαιρνε μέρος σε κινήματα, και τον έδιωξαν απο το στρατό. Τότε πήγε η οικογένεια για πρώτη φορά στο Αγρίνιο, όπου είχε εγκατασταθεί η αδερφή της γιαγιάς μου με τον άνδρα της ο οποίος ήταν εκτιμητής καπνών. Ήταν μια πόλη με μεγάλη ανάπτυξη απο τα καπνά, και θα μπορούσε ο πατέρας μου να κάνει κάποια δουλειά μαζί του.

Ξανά άλλαξαν τα πράγματα όμως στην κυβέρνηση, επανήλθε στο στρατό, κι επέστρεψαν στη Λάρισα, όπου γεννήθηκα εγώ και ο μικρότερος αδερφός μου. Αλλά ήταν η τελευταία φάση της στρατιωτικής καριέρας του μπαμπά μου. Σε λίγο καιρό αποστρατεύτηκε εντελώς, με μια ακόμα αλλαγή, κι εγκαταλείψαμε το ωραίο μας σπίτι στη Λάρισα για να πάμε να ζήσουμε στο Αγρίνιο. Προσωρινά, λέγανε μεταξύ τους οι γονείς μου. Κι όπως όλοι ξέρουμε, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.

Friday 8 April 2011

Με καινούργια οικογένεια


Να και η μεγάλη μου η αδερφή με τα καλά της ρούχα και τον κολλαρισμένο φιόγκο της, τον πρώτο στη σειρά των κολλαρισμένων φιόγκων που ταλαιπώρησαν τα κεφάλια μας στα παιδικά μας χρόνια. Πίσω από τη φωτογραφία, που είναι σαν καρτ ποστάλ, και το γράφει κιόλας, Carte postale, βρίσκω τα λεπτά λοξά γραμματα της μητέρας μου με ξεθωριασμένη μελάνη. "Αγαπητή Μαρίκα Σου στέλνω τη φωτογραφία της Έλλης μας αν και δεν είναι διόλου επιτυχημένη εν τούτοις θα ευχαριστηθήτε όταν την ιδήτε και προπαντός η γιαγιά της. Είναι της στιγμής, γι αυτό δεν είναι επιτυχημένη. Θα φωτογράφιζα και τη Στέλλα, αλλά είναι αδύνατον διότι την έχω με πυρετό. Η Έλλη και Στέφανος προβιβαστήκανε με βαθμούς, η Έλλη λίαν καλώς, ο Στέφανος 7. Το ποιηματάκι της το είπε πολύ όμορφα εις τις εξετάσεις. Από τον Γιάννη είχα επιστολήν του. Με γράφει ότι εντός ολίγου θα έλθουν εις Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα. Δια Δράκεια δεν αποφάσισα ακόμη, εφόσον περιμένω τον Γιάννη. Εάν θέλεις έλα να μας ιδείς. Η Έλλη περιμένει τα καήσια εάν έχετε με κάνετε 2 οκάδες γλυκό. Τσίτια μη μου πάρετε γιατί εψώνισα εδώ. Στέφανος, Έλλη, Στελλίτσα σε φιλούν."

Δεν ξέρω γιατί η μητέρα μου γράφει πως δεν είναι επιτυχημένη η φωτογραφία, και πως είναι της στιγμής. Εμένα μου φαίνεται πολύ προσεγμένη, και μάλλον σε φωτογράφο, γιατί πίσω έχει ζωγραφισμένο ντεκόρ. Ίσως η Έλλη να βαριόταν λίγο και μόνο για μια στιγμή να στάθηκε ήσυχη να ποζάρει. Ίσως η μαμά μου να φοβόταν την κριτική της θείας και της γιαγιάς του παιδιού. Πάντως φαίνεται απο όσα γράφει ότι είχαν γνωριστεί καλά και είχαν αρκετή οικειότητα, αντάλλασσαν γλυκά και δώρα, ειδήσεις για τα κατορθώματα της εγγονής και ανιψιάς και φωτογραφίες.

Μεγάλωναν λοιπόν τα παιδιά των δυο προηγούμενων γάμων με τους γονείς που είχαν απομείνει στο καθένα, μια καινούργια μαμά κι ένα καινούργιο μπαμπά εκατέρωθεν, στο νέο τους σπίτι και τη νέα οικογένεια. Χωρίς να ξεχνιώνται και οι νεκροί. Το πρώτο παιδί του καινούργιου ζευγαριού πήρε το όνομα της μητέρας της Έλλης, της νέας εκείνης που ο μπαμπάς μου είχε κλέψει και είχε παντρευτεί στα δεκάξι της χρόνια, και η οποία μάλλον δεν είχε προλάβει να κλείσει τα είκοσι όταν τη χτύπησε η τρομερή γρίππη του '17.

Το όνομά της το πήρε η Στελίτσα 'που την είχε με πυρετό'.


Και το δεύτερο παιδί τους πήρε το όνομα του πατέρα του Στέφανου. Ήταν το άγόρι που πέθανε σε μικρή ηλικία απο παιδική αρρώστεια, κι όταν γράφτηκε αυτή η κάρτα δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Το τρίτο τους παιδί, εγώ δηλαδή, πήρα το όνομα της μάνας του νονού, επειδή έτσι ήθελε ο νονός και το επέβαλε με αιφνιδιασμό. Το δε τέταρτο πήρε το όνομα της θείας η οποία είχε πρωτοστατήσει σε όλη αυτή την κοινωνική ανέλιξη των νεαρών κοριτσιών απο τη Δράκεια Πηλίου, με όλες τις συνέπειες της. Εν ολίγοις, τα ονόματα των γονιών τους, παππούδων και γιαγιάδων, δεν τα έδωσαν στα παιδιά τους αυτοί οι άνθρωποι, κι ας είχαν αποκτήσει συνολικά έξι.

Ο πατέρας μου, από ό,τι καταλαβαίνω από το γραπτό αυτό τεκμήριο, είναι ακόμα στο στρατό. Λίγο καιρό μετά θα αποστρατευτεί και θα στραφεί σε άλλη καριέρα.

Άραγε να πήγαν τελικά στη Δράκεια εκείνη τη χρονιά; Ποιος ξέρει...

Saturday 2 April 2011

Ο γάμος των γονιών μου



Χήροι και οι δυο, με ένα παιδί ο καθένας, με μια κόρη ο πατέρας, με ένα γιο η μητέρα, κάπως έγινε και συναντήθηκαν στη Λάρισα.

Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Δεν ασχολούνταν να μας λένε τα παλιά. Φαντάζομαι όμως ότι οι γνωστοί και οι συγγενείς θα τους ενθάρρυναν, να μη μείνουν μόνοι στη ζωή. Και με την ενθάρρυνση, και με την ελπίδα, ίσως και με τις προσπάθειες κάποιων μεγαλύτερων, το πήραν απόφαση, προχώρησαν στο δεύτερο γάμο.

Ο πατέρας μου εξάλλου θα μπορούσε έτσι να φτιάξει ξανά ένα σπιτικό για την κόρη του, που μεγάλωνε στη Θεσσαλονίκη, στους παππούδες της. Ήταν αδιανόητο, ένας άντρας μόνος να κρατήσει το παιδί του και να μπορεί να το φροντίζει. Αφού παντρεύτηκε όμως, το κοριτσάκι μπορούσε να έρθει στο καινούργιο σπίτι που άνοιξε.

Η μητέρα μου βέβαια είχε μείνει όλον αυτό τον καιρό με το μικρό της γιο. Θα είχε περάσει τη ζωή της πολύ κλεισμένη στο σπίτι, είναι φανερό στη φωτογραφία αυτή, σε σχέση με τις προηγούμενες. Πάει πια η λεπτή σιλουέτα του κοριτσιού, εκείνη η ζηλευτή κομψότητα. Τώρα είναι μια ώριμη γυναίκα, η μαμά που γνώρισα. Κάπως υπερβολικά σοβαρή στη φωτογραφία αυτή. Μπορεί να σκέφτεται το μέλλον με κάποιο άγχος. Ή απλώς να σκέφτεται ότι δεν δικαιούται να χαμογελάσει, χήρα γυναίκα σε δεύτερο γάμο, τι θα πει ο κόσμος; Καλύτερα ανέκφραστη.
Άραγε να φλέρταραν και λίγο; Να χόρεψαν καμιά φορά στη Λέσχη Αξιωματικών; Δεν έχω ιδέα.
Και ο πατέρας μου έχει αλλάξει. Ο λυγερός αξιωματικός με τη μέση δαχτυλίδι έχει βαρύνει αρκετά. Τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, ίσως λόγω της απώλειας. Το μουστάκι βέβαια εξακολουθεί να είναι περιποιημένο και καμαρωτό, αλλά έχει άλλο χρώμα και βρίσκεται σε ένα αρκετά διαφορετικό πρόσωπο.

Μοιάζουν πολύ μεγάλοι σε ηλικία στη φωτογραφία αυτή, κι όμως δεν είναι. Η μητέρα μου είναι σίγουρα κάτω απο τριάντα χρόνων. Έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας μου, κι αυτός φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, αλλά θα πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω απο τριάντα μόνο.

Παντρεύτηκαν στη Λάρισα, όπου ζούσε η μητέρα μου και υπηρετούσε ο πατέρας μου. Λίγο μετά το γάμο έφυγε για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Δεν έμεινε πολλά χρόνια ακόμα στο στρατό. Ήταν βασιλόφρων και οι βενιζελικοί τον έδιωχναν. Όποτε κυριαρχούσαν οι βασιλόφρονες έπιανε δουλειά, όποτε έρχονταν οι βενιζελικοί γυρνούσε στο σπίτι του. Ανακατευόταν πολύ ο στρατός την εποχή εκείνη στην πολιτική, και ο πατέρας μου ως αξιωματικός επίσης.

Μετά απο μερικά τέτοια μέσα- έξω, αποστρατεύτηκε τελικά αρκετά νέος και στράφηκε στο εμπόριο, με τη βοήθεια της θείας εκείνης που είχε κατεβάσει τη μαμά μου απο το χωριό της στο Βόλο και στη Λάρισα. Συνέχιζε να φροντίζει τις ανιψιές της όσο ζούσε, καλά, κακά, ό,τι μπορούσε έκανε πάντως η γυναίκα.




Tuesday 15 March 2011

Νεαρός αξιωματικός εκ Θεσσαλίας


Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Πήλιο, βουνίσια, ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Κιλελέρ, καμπίσιος. Στα βουνά εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα πλούτη, βιοτεχνίες, κυκλοφορούσαν λεφτά από εμπόριο, ο κάμπος όμως είχε μόνο το δικό του φυσιολογικό πλούτο, δηλαδή τα χωράφια. Κι οι κάτοικοι του Κιλελέρ, και των άλλων χωριών, καλλιεργούσαν τη γη για να ζήσουν. Θα πρέπει να είχαν κάποια χωράφια και στην οικογένεια του πατέρα μου, θυμάμαι ένα αρκετά καλό σπίτι στο Κιλελέρ όταν πήγαμε διακοπές κάποιο καλοκαίρι.
Ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να φύγει από το χωριό. Ήταν μια οικογένεια έξι παιδιών, τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Ξέρω ότι τα κορίτσια έμειναν εκεί γύρω, παντρεύτηκαν κι έζησαν στο θεσσαλικό κάμπο. Κάποτε τα συνάντησα, πολύ αργότερα.
Ο πατέρας μου λοιπόν έγινε αξιωματικός. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους και στη μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε σχετικά νέος και μετά ασχολήθηκε με επιχειρήσεις.
Σε αυτή τη φωτογραφία δύσκολα τον αναγνωρίζω. Είναι νέος αξιωματικός, με αυτό το χαρακτηριστικό ύφος, το χαρακτηριστικό μουστάκι. Με εντυπωσιάζει κυρίως που είναι πολύ λεπτός. Μέση δαχτυλίδι! Έτσι θα τον είχε δει η πρώτη του γυναίκα, η νεαρότατη κόρη της σπιτονοικοκυράς του στη Θεσσαλονίκη. Αυτόν το άνδρα είχε ερωτευτεί.
Η φωτογραφία έχει χρονολογία 1912. Λίγα χρόνια μετά πήρε μετάθεση για τη Θεσσαλονίκη, που μόλις είχε γίνει ελληνική. Έμεινε στο σπίτι μιας οικογένειας με δυο κόρες, όπου θα πρέπει να ήταν πολύ ευπρόσδεκτός γαμπρός, για τη μεγαλύτερη όμως. Εκείνος ερωτεύτηκε τη μικρότερη, στα δεκάξι της. Οι γονείς της κοπέλας εναντιώθηκαν, οπότε οι δυο νέοι κλέφτηκαν, που σημαίνει ότι παντρεύτηκαν χωρίς τη συγκατάθεση τους.
Λίγο μετά πήρε μετάθεση για τα Γιάννενα, κι η μικρή οικογένεια ακολούθησε. Είχαν αποκτήσει μια κόρη. Εκεί τους βρήκε η τρομερή επιδημία, η περίφημη ισπανική γρίπη του 1917, που θέρισε εκατομμύρια ευρωπαίους.
Αρρώστησαν πολύ βαριά και οι τρεις με αυτή τη γρίπη. Όταν ο πατέρας μου συνήρθε ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει. Η μικρή του κόρη ζούσε, την είχαν φροντίσει οι γείτονες. Μόλις μπόρεσε, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και την παρέδωσε στα πεθερικά του, δεν μπορούσε να την κρατήσει μόνος του.
Ήταν λοιπόν χήρος κι εκείνος, με ένα παιδί.

Saturday 12 March 2011

Λάρισα 1917

Λίγο μετά τις διακοπές εκείνες στη Μακρυνίτσα, στο πατρικό του άντρα της, από όπου ήταν η προηγούμενη φωτογραφία, η μαμά μου έμεινε χήρα. Θα ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών. Ο γιος της ήταν ακόμα πολύ μικρός.
Τον βλέπετε εδώ μαζί της στη φωτογραφία. Όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε πολύ με τη φωτογράφιση.
Εκείνος όμως δεν φωτογραφήθηκε ιδιαίτερα ως παιδί. Αυτή η φωτογραφία, και η προηγούμενη, από τη Μακρυνίτσα, είναι οι μόνες που έχω απο την παιδική του ηλικία.
Πώς περνούσαν τα χρόνια του εκεί στη Λάρισα, με τη χήρα μητέρα;
Δεν ξέρουμε γιατί δεν μας είπαν ποτέ. Όταν ήμασταν παιδιά και μεγαλώναμε στο Αγρίνιο, δεν είχαμε ιδέα πως τα μεγάλα μας αδέρφια ήταν ετεροθαλή. Εμένα μια μέρα με φώναξε μια γειτόνισσα και μου το ανακοίνωσε με μεγάλη χαιρεκακία. «Έλα δω εσύ, ψιτ, ξέρεις ότι τα μεγάλα σου αδέρφια δεν είναι αδέρφια σου!»
Είχα γυρίσει στο σπίτι κλαίγοντας, κι είχαν τρομάξει να με συνεφέρουν και να μου εξηγήσουν.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγαλώνοντας στη Λάρισα, ο Στέφανος επισκεπτόταν ως παιδί τη Δράκεια, κι έμενε τα καλοκαίρια με τη γιαγιά του και τα αδέρφια της μάνας του. Μας είχε μιλήσει για το χωριό αυτό με τις πράσινες πλαγιές και τα νερά και τα δέντρα που ήταν γεμάτα φρούτα, αλλά εμείς δεν το γνωρίσαμε παρά στη δεκαετία του 70.
Εγώ δεν γνώρισα τη μητέρα μου τόσο νέα, ούτε τόσο λεπτή, ούτε όμως και τόσο θλιμμένη. Ψάχνω να βρω τα χαρακτηριστικά της που εγώ θυμάμαι πάνω στο γεμάτο στωικότητα και αποδοχή, για να μην πω παραίτηση, αυτό πρόσωπο. Προσπαθώ να μαντέψω τις σκέψεις που θα είχε τότε. Ήταν χήρα, έστω και ευκατάστατη, χήρα με ένα μικρό παιδί. Έλπιζε άραγε σε κάτι καλύτερο; Πόσο ένιωθε να μπορεί να αποφασίσει για τη μοίρα της; Βρισκόταν σε ένα είδος κοινωνικού περιθωρίου.
Λίγα χρόνια μετά γνώρισε και παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Ξαναμπήκε στη ζωή ορμητικά, αλλά κάτι από το βάρος της πρώτης εκείνης κακοτυχίας δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Θες οι μετακινήσεις, η εγκατάσταση σε άλλη πόλη, οι αποχωρισμοί, κι άλλοι αποχωρισμοί, η αγωνία να μεγαλώσουν τα παιδιά δίκαια, οι μετέπειτα απώλειες, αυτή η κάπως βαριά στωικότητα με την εσωτερική της θλίψη έμεινε μέσα της.

Saturday 5 March 2011

Ποδαράτο στην Καθαρά Δευτέρα



Εχω γράψει στο περιοδικό "Ρίζα Αγρινιωτών" για τις γιορτές της Αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Τυρινή, μοσχοβολούσε η πόλη από τις τυρόπιτες και τα γαλακτομπούρεκα που ψήνανε οι νοικοκυρές και τρώγαμε ολημερίς μέχρι σκασμού, διότι υποτίθεται ότι άρχιζε την επομένη η νηστεία. Γιορτάζαμε την Αποκριά με χορούς και βραχνιάζαμε απο το τραγούδι, αλλά πιο πολύ μου άρεσε εμένα η εκδρομή της Καθαράς Δευτέρας.

Ξυπνούσαμε χαράματα, από την αγωνία να δούμε τον καιρό. Θα γινόταν η εκδρομή που είχαμε ετοιμάσει –και επιθυμήσει σφόδρα- στη Ερμίτσα, στο κτήμα της Βασιλικής Ρήκα;

Τις πιο πολλές φορές ο θεούλης φρόντιζε να βγάλει τον ήλιο του πάνω από τη χιονισμένη κορφή της κυρα Βγένας, και φτιάχναμε γρήγορα τα καλάθια μας με τόσα νηστίσιμα που μόνο νηστεία δεν γινόταν την Καθαρά Δευτέρα. Μεσολογγίτικα ρεφούδια, δηλαδή αυγοτάραχα, μπρικ, ταραμοσαλάτες, ελιές αγρινιώτικες, κουκιά ξερά βρασμένα και λειωμένα σα φάβα, λαγάνες, χαλβά του μπακάλη, τα φορτωνόμασταν και πηγαίναμε σχεδόν τρεχάλα στο σπίτι των φίλων μας των Παπαλέξη.

Αυτό το σπίτι υπάρχει ακόμα και τώρα, στριμωγμένο ανάμεσα σε θηριώδεις πολυκατοικίες, από τα ελάχιστα που σώζονται στην Παπαστράτου. Τότε όμως ξεχώριζε μεγαλύτερο και πιο προσεγμένο από τα άλλα.

Εκεί είχαν πάρει το σινιάλο. Είχαν δει πρωί- πρωί ένα κόκκινο πανί στο μπαλκόνι των Ρήκα, που σήμαινε ότι η εκδρομή θα γίνει. Φανταστείτε αυτό το σινιάλο σε ένα Αγρίνιο με διώροφα πέτρινα γκρίζα σπίτια, που δεν είχαν τηλέφωνο, ούτε κινητό ούτε σταθερό, τι παντιέρα ήταν, πόσο το αγαπούσαμε που μας άνοιγε το δρόμο της εκδρομής!

Ξεκινούσαμε λοιπόν οι τρεις οικογένειες με τα πόδια και βγαίναμε από το Αγρίνιο, προχωρούσαμε στην εξοχή, μέσα στους ελαιώνες, και τα καπνοχώραφα, δίπλα στο ποτάμι της Ερμίτσας που έτρεχε τότε καθαρό και αμόλυντο και μας συνόδευε μουσικά με το κελάρυσμα του. Στο κτήμα βρίσκαμε τα φαγητά που τα είχαν στείλει με κάποιο ταξί, τα αραδιάζαμε σε τραπέζια που είχαν στηθεί στον κήπο του πέτρινου διώροφου εξοχικού σπιτιού, στο ποτάμι δίπλα, κι αρχίζαμε το φαγοπότι μέχρι να πάρουμε δυνάμεις για το τραγούδι και το χορό.

Πίναν κρασί οι μεγάλοι, τραγουδούσαν κι έρχονταν στο τσακίρ κέφι. Ο πατέρας μου μια φορά είχε μεθύσει κι έπεσε με τα ρούχα μέσα στο νερό της Ερμίτσας. Κι η καημένη η μαμά μου δεν χάρηκε καθόλου, γιατί φοβόταν μήπως αρρωστήσει απο τα βρογχικά.

Αχ να μην τέλειωνε ποτέ εκείνη η εξαιρετική μέρα, όπου παραδινόμασταν στην ευτυχία της ύπαρξης, και την εμβαθύναμε με αστεία και πειράγματα που στέριωναν τη φιλία μας, με τραγούδι και χορό που τύπωναν τη σφραγίδα τους στη μνήμη..Αλλά ερχόταν το βράδυ και επιστρέφαμε ξεχειλισμένοι ικανοποίηση, με τη σιγουριά ότι δε θα ξεχνούσαμε ποτέ εκείνη τη χαρούμενη μέρα. Κι εγώ τουλάχιστον δεν τις ξεχνώ. Με βοηθάνε βέβαια και οι φωτογραφίες, που έχουν αποτυπώσει μια τέτοια σύναξη εκδρομέων της Καθαράς Δευτέρας. Δεν έχω πολλές, μόνο αυτές τις δύο. Aπο την ίδια μέρα πρέπει να είναι. Καμιά φορά με πιάνουν αμφιβολίες, μήπως δεν κάναμε πολλές φορές εκείνη την εκδρομή, μήπως είναι ιδέα μου ότι την επαναλαμβάναμε κάθε χρόνο; Νομίζω πως κράτησε έναν αιώνα εκείνη η εποχή, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν λίγα χρόνια μόνο, μέχρι να ανατρέψει ο πόλεμος και η Κατοχή τις ζωές μας.

Ας είναι. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παρέα μας να προχωρά στην εξοχή, νοιώθω τον παιδικό ενθουσιασμό να με πλημμυρίζει, η χαρά που ξαναβρίσκουμε τη φύση είναι ακόμα ατόφια μέσα μου.

Μπορεί τώρα να περνώ τις μέρες μου σε ένα διαμέρισμα, αλλά κατά βάθος ακόμα περιμένω ένα κόκκινο κουρέλι στο γκρίζο μπαλκόνι να με ξεσηκώσει να τρέξω στην εξοχή, να ξαναβρώ εκείνη την ξενοιασιά.

Saturday 26 February 2011

Τι λουλούδια είναι αυτά;


Εδώ σταθείτε, μπροστά στα λουλούδια, οι άντρες στη μέση παρακαλώ, οι γυναίκες τους ένθεν και ένθεν, τα κορίτσια δίπλα, τα παιδιά μπροστά. Φέρε το σκαμνί χρυσό μου να είσαι απέναντι στην άλλη, να έχουμε συμμετρία, έτσι μπράβο! Πάρε το σκυλί στα πόδια σου. Χαμογελάστε τώρα! Είπα, χαμογελάστε! Μα γιατί δεν χαμογελάτε;
Ο φωτογράφος θα είχε απελπιστεί. Μόνο ένα ανθυπομειδίαμα κέρδισε, από τα μικρά κορίτσια.
Οι δυο αδερφές της μητέρας μου είναι στη φωτογραφία αυτή μαζί της και με την οικογένεια του άντρα της, στη Μακρυνίτσα. Θα πρέπει να είχαν πάει επίσκεψη στο σπίτι της εκεί, και να μαζεύτηκαν όλοι στην αυλή, να βγουν φωτογραφία.
Επάνω αριστερά, η πρώτη που στέκεται όρθια, με τα υπογραμμισμένα μάτια, είναι η θεία μου η Αναστασία. Δεν θα πρέπει να είχε ακόμα παντρευτεί. Δίπλα της είναι η μαμά μου, κι ανάμεσά τους έχουν τον αδερφό μου το Στέφανο, το μικρό παιδάκι με τα ναυτικά που κρατάει τα παιχνίδια του.
Η μαμά μου ακουμπάει το χέρι της στον ώμο του πρώτου της συζύγου, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. Ίσως δίπλα να είναι ο αδερφός του, ή ο κουνιάδος του, δεν τους ξέρω τους άλλους. Μόνο την κοπέλα που στέκεται δεύτερη από δεξιά, την άλλη αδερφή της μητέρας μου, την Ελένη, η οποία χάθηκε κι αυτή νέα από φυματίωση.
Θέριζε η φυματίωση εκείνα τα χρόνια στη Μαγνησία, θέριζε παρόμοια πλούσιους και φτωχούς. Δεν ήταν μόνο στα καπνομάγαζα του Βόλου που έβρισκε τα θύματα της, ανάμεσα στους εργάτες που δούλευαν στριμωγμένοι σε αίθουσες με κακό εξαερισμό. Και τους ευκατάστατους βιοτέχνες, βιομηχάνους και μεταπράτες σε πόλεις και χωριά τους σημάδευε εξίσου, και δεν τους έσωζαν ούτε ο καθαρός αέρας του Πηλίου, ούτε οι καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ο πρώτος άντρας της μαμάς μου είχε φυματίωση όταν την παντρεύτηκε, αλλά εκείνη πρέπει να το αγνοούσε. Υποτίθεται ότι όσοι είχαν φυματίωση απέφευγαν να παντρεύονται, γιατί τα παιδιά κληρονομούσαν διάφορες βλάβες.
Αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που έχουμε από εκείνη τη φάση της ζωής τους.
Πήγα στη Μακρινίτσα πρόπερσι με αυτοκίνητο από τη Δράκεια, είναι τώρα μια ευχάριστη βόλτα μέσω Χανίων, και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να διαλέξω ένα σπίτι από όλα εκείνα τα πέτρινα αρχοντικά και να τοποθετήσω με τη φαντασία μου την παρέα αυτή στην αυλή του. Προσπαθώ να αναγνωρίσω το φουντωμένο αναρριχώμενο πίσω τους, αλλά δεν τα καταφέρνω. Τι λουλούδια είναι αυτά, τόσο πυκνά, τι χρώμα να είχαν, πώς τα λένε; Υπάρχουν ακόμα τέτοια στη Μακρυνίτσα;
Η μαμά μου και οι αδερφές της δεν κοιτάζουν το φακό. Το βλέμμα της Αναστασίας είναι πολύ μελαγχολικό, χαμένο κάπου. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ την ίδια όταν την κοιτάζω εδώ, επειδή μοιάζει απίστευτα στις δυο δισέγγονές της, την Ελένη και την Ειρήνη Μανωλοπούλου. Είναι καταπληκτικό, γιατί δεν της έμοιαζαν πολύ ούτε τα παιδιά της, τα ξαδέρφια μου, ούτε οι εγγονές της, τουλάχιστον εγώ δεν το είχε ποτέ παρατηρήσει. Και τώρα ξαφνικά κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία και σα να βλέπω αυτά τα δυο νεαρά δυναμικά κορίτσια!
Η Ελένη Μανωλοπούλου είναι γνωστή σκηνογράφος, η Ειρήνη είναι μουσικολόγος. Δουλεύουν, δημιουργούν, εκφράζονται, η Ελένη έχει και δυο αγοράκια που τα έφερε πρόσφατα στο σπίτι η ανιψιά μου, η γιαγιά τους δηλαδή, και παίξαμε στο χαλί. Τι ενδιαφέρουσα ζωή κάνουν οι σύγχρονες γυναίκες, και πόσο περιορισμένες ήταν οι αξιότιμες αυτές κυρίες που τους έμοιαζαν. Ίδια μάτια και τόσο αλλιώτικη ζωή…
Κοιτάξτε τους εδώ, μέσα στην οικογένεια φοράνε τις στολές τους. Οι άντρες με κοστούμια και γραβάτες. Οι γυναίκες πουκάμισα και φούστες, σχεδόν ίδιους γιακάδες όλες τους. Τα παιδιά ναυτικά. Το χαριτωμένο κοριτσάκι στην πρώτη σειρά με την ποδιά θα ήταν η ψυχοκόρη, δηλαδή υπηρέτρια του σπιτιού. Έχει τα μαλλιά της μαζεμένα. Οι άλλες νεαρές τα έχουν χυτά στους ώμους. Οι μεγάλες, μαζεμένα κι αυτές. Είναι όμορφες, αλλά τόση ομοιομορφία!
Τώρα που τις ξανακοιτάζω, μπορεί και να μην τους έλεγε καν ο φωτογράφος να χαμογελάσουν. Το χαμόγελο μπορεί να ήταν κι ανάρμοστο για τις σεμνές αυτές και σοβαρές γυναίκες. Ο φωτογράφος έχει φτιάξει κάτι σαν βεντάλια μπροστά στο άγνωστο, οργιαστικά ανθισμένο αναρριχώμενο, και θα του αρκούσε.


Wednesday 23 February 2011

Tανγκο χωρίς καβαλιέρους


Δεν μπορώ να βρω τη χρονολογία στις αποκριάτικες αυτές φωτογραφίες. Σίγουρα είναι πριν από τον πόλεμο. Είμαι ντυμένη «Νύχτα» και η αδερφή μου «Ανθοπώλις» Είχαμε ράψει τις στολές επι τούτου, γι αυτό πήγαμε μετά στου Ξυθάλη και φωτογραφηθήκαμε. Έλα, γείρε λίγο, βάλε το χέρι στη μέση, προσπαθούσε ο φωτογράφος να μας κάνει χαριτωμένες. Πιάσε τη φουστίτσα σου... Η αδερφή μου κατάφερε να χαμογελάσει, εγώ νομίζω δεν ήξερα πώς να σταθώ. Παιδί ακόμα. Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε, να βάλουμε ρούχα πιο θηλυκά, αλλά δεν είχαμε ακόμα τα ταλέντα.
Με τις ωραίες αυτές στολές πηγαίναμε στα «μπαλντανφάν». Γίνονταν σε σπίτια αλλά και στις αποθήκες Παπαστράτου, χοροί με πολύ κόσμο. Χόρευαν ελληνικούς χορούς, αλλά θέλαμε και λίγο δυτικούς. Έλα όμως που τα αγόρια δεν ήξεραν. Ούτε οι μεγάλοι ήξεραν. Ο πατέρας μου μας έμαθε βαλς στο σπίτι. Στη λέσχη των αξιωματικών στη Λάρισα είχε μάθει χορούς. Κι έτσι χορεύαμε μόνες μας ταγκό, δυο- δυο κορίτσια. Τόσο συνήθισα να κάνω τον καβαλιέρο στο τανγκό και στο βαλς που ξέχασα τα βήματα της ντάμας και δεν μπορούσα μετά, τις σπάνιες φορές που βρίσκονταν καβαλιέροι, να χορέψω μαζί τους.
Αργότερα, στο γυμνάσιο, μετά τον πόλεμο, έμαθαν οι συμμαθητές τους χορούς της μόδας. Σουίνγκ, μπούκι- μπούκι, ροκεντρόλ και κανένα ταγκό. Στο πάρκο του Αγρινίου είχε ένα μεγάλο αναψυκτήριο κι έπαιζαν όλους αυτούς τους χορούς. Βαλς όμως δεν ήξεραν, μόνο εμείς είχαμε μάθει. Ήταν πολύ ωραία εκεί στο πάρκο, είχε μια μεγάλη αυλή τσιμεντένια, η παρέα μας χόρευε πολύ. Ήταν πολύ γλεντζέδικη παρέα η δική μας.
Στους δρόμους της πόλης είχε πολλούς μασκαράδες όλη την Αποκριά, όχι μόνο παιδιά. Περνούσαν οι «Μπούλες», παρέες αντρών ντυμένες γυναικεία, αλλά έβλεπες και γυναίκες ντυμένες άντρες. Τις Κυριακές γινόταν στο δρόμο γλέντι. Κυρίως την τελευταία αποκριά, υπήρχε μια ατμόσφαιρα διονυσιακή στην πόλη. Την Καθαρά Δευτέρα γάνωναν το πρόσωπο τους και τριγυρνούσαν με όργανα από το κέντρο ως τις εξοχές. Αυτά ήταν παραδοσιακά, λαϊκά έθιμα. Δεν μας άρεσαν πολύ είναι η αλήθεια. Αργότερα όλοι τα νοσταλγούσαν, αλλά εμένα τότε μου φαίνονταν κάπως άγρια. Βέβαια στον πατέρα μου άρεσαν, ας ήξερε και βαλς, νοσταλγούσε και του χωριού του τους σκοπούς.
Εμείς θέλαμε να είμαστε ωραίες, μοντέρνες, ακόμα και στις γιορτές αυτές, να δείχνουμε ό,τι καλύτερο. Αν το καλοσκεφτείς βέβαια, κι εγώ που έκανα συνέχεια τον καβαλιέρο στο τανγκό ήμουνα κάτι σαν Μπούλα.
Γράφω ακόμα σε χαρτί. Η κόρη μου είπε ότι αφού τότε ήθελα να είμαι μοντέρνα, πρέπει και τώρα να θέλω. Δηλαδή να μάθω κομπιούτερ! Ορίστε τι έπαθα.

Saturday 19 February 2011

Γυρίζοντας προς τα πίσω

Ξεκίνησα με τον εαυτό μου μωρό, αλλά κανονικά πρέπει να πάω προς τα πίσω, στους γονείς μου και όποια δική τους φωτογραφία βρίσκεται στο μπερδεμένο μου σωρό. Η πιο παλιά πρέπει να είναι αυτή εδώ, η μαμά μου στα νιάτα της. Έχει πολύ παράξενη κόμμωση, εγώ ποτέ δεν την είχα δει έτσι. Και τα ρούχα που φοράει δεν τα είχα δει επάνω της ποτέ. Θα πρέπει να είναι μετά τον πρώτο της γάμο, στο Βόλο. Μπορεί να είναι πολύ μικρή, κάτω από είκοσι, αλλά έχει αυτό το επιβλητικό ύφος, αυτή τη μεγαλόπρεπη πόζα στο στούντιο του φωτογράφου, και μοιάζει πολύ μεγαλύτερη.
Θα ήθελα να έχω παλιότερες φωτογραφίες από τη μαμά μου, φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια ας πούμε, για τα οποία μας μιλούσε συχνά. Νοσταλγούσε το χωριό της, την καταπράσινη Δράκεια στο Πήλιο, την οποία εγώ δεν γνώρισα παρά πολλές δεκαετίες αργότερα.
«Άνοιγα το παράθυρό μου, μας έλεγε, κι έκοβα τα φιρίκια από το δέντρο μας!»
Θα ήθελα λοιπόν πολύ να την έχω σε μια φωτογραφία έτσι, να βγαίνει σε εκείνο το παράθυρο που μας έλεγε, να απλώνει τα χέρια και να μας χαμογελάει δείχνοντας τα φρούτα. Ή να την έχω να παίζει στην πλατεία του χωριού κάτω από τον πλάτανο, ή να περπατάει στα καλντερίμια, που τότε δεν είχαν ακόμα χαλάσει.
Πηγαίνω τώρα πια συχνά για διακοπές στη Δράκεια και περπατώντας στα δρομάκια της, τα μισά χορταριασμένα, τα άλλα μισά τσιμεντωμένα, προσπαθώ να φανταστώ εκείνα τα ανέμελα παιδικά χρόνια της μαμάς μου. Τον πρώτο καιρό αυτού του τουρισμού είχα συναντήσει μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και είχα δώσει γνωριμία.
«Αχ παιδάκι μ’, τη θυμάμαι εγώ τη μαμά σ’ , μου είπε, που ανέβαιναν στα πανηγύρια από το Βόλο, και περιμέναμε να τς δούμε να χορεύουν στην πλατεία πώς και πώς!»
Ήταν τρεις αδερφές κι ένα μόνο αγόρι στην οικογένεια। Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν γαμπροί για τα κορίτσια, υπήρχε το άγχος της προίκας.
Η μητέρα τους η Καλλιόπη είχε μια αδερφή παντρεμένη στο Βόλο με έναν εκτιμητή καπνών. Μια κερδοφόρα απασχόληση σε έναν ανερχόμενο τομέα. Δεν είχαν παιδιά και η θεία αγαπούσε πολύ τις ανιψιές, τις φιλοξενούσε συχνά στο Βόλο. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε όταν άρχισαν τα προξενιά. Η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν βυρσοδέψη από τη Μακρινίτσα αρκετά μεγαλύτερο, ευκατάστατο όμως, που πίστευαν όλοι ότι θα της εξασφάλιζε άνετη ζωή. Το ανέμελο κορίτσι έπρεπε να μεταμορφωθεί στην επιτηδευμένη κυρία της φωτογραφίας. Όμως ήταν τόσο εύθραυστη αυτή η ευμάρεια.
Αυτή η φωτογραφία πρέπει να είναι μετά το γάμο της. Θα είναι γύρω στα δεκαοχτώ. Ακουμπάει σε μια ανθοστήλη, αλλά το άνθος είναι εκείνη, αυτό θα εννοεί η πόζα. Μου θυμίζει πορτρέτα εκείνης της εποχής, δεν μου θυμίζει τη μαμά μου.
Αφού δεν έχω παιδικές της φωτογραφίες, βάζω κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του χωριού πριν το καταστρέψει ο σεισμός του 1952. Δεν είναι καλές, τις φωτογραφήσαμε από τον ξενώνα στη Δράκεια, κάποια στιγμή θα τις σκανάρουν, ελπίζω, τα παιδιά μου και θα τις ξαναβάλουμε.

Tuesday 15 February 2011

Aσπρόμαυρος κόσμος

Η κόρη μου σκανάρισε ένα σωρό απο τις παλιές μου ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όχι όλες όμως. Λέει πως αν αρχίσω να τις περνάω σε ένα blog θα της έρθει η όρεξη να σκανάρει κι άλλες. Η αλήθεια είναι πως έχω πάρα πολλές και μπορεί να κουραστεί πριν τις τελειώσει.
Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το blog, εφόσον επιμένει τόσο. Θα δημοσιεύω τις φωτογραφίες και τα κείμενα που έχουν μπει στη Ρίζα, το περιοδικό του Συλλόγου Αγρινιωτών, για το οποίο γράφω τακτικά τις αναμνήσεις μου τα τελευταία χρόνια.
Ομολογώ ότι δεν ξέρω πώς χειρίζεται κανείς αυτά τα μηχανήματα. Πέρασα 35 χρόνια της ζωής μου εργαζόμενη με πληκτρολόγιο, αλλά ήταν μιας παλιάς γραφομηχανής, από εκείνες που έπρεπε να βάζεις δύναμη σε κάθε δάχτυλο για να βγαίνει το γράμμα. Δούλευα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα κομπιούτερ δεν τα πρόλαβα, έφυγα απο τη δουλειά διωγμένη απο ένα άλλο θαύμα της τεχνολογίας, το αιρ κοντίσιον, το οποίο κόντεψε να με πεθάνει με συνεχή πνευμονικά επεισόδια μέχρι να αποφασίσω να πάρω σύνταξη.
Γράφω λοιπόν σε χαρτί, με το χεράκι μου, και παραδίδω στην κόρη μου τα χειρόγραφα για να τα περνάει σε αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται διαδίκτυο. Ελπίζει ότι θα πείσω τις φίλες μου να μπαίνουν στο Ίντερνετ, να τα διαβάζουν, να γράφουν σχόλια, να έχουμε διάλογο και τέτοια. Έχω τις αμφιβολίες μου, αλλά δεν πειράζει. Θα δούμε.
Ξεκινάμε λοιπόν την ξενάγηση μας σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο, αυτόν τον κόσμο που φύλαξαν οι φωτογραφίες μας. Ο αδερφός μου, 10 χρόνια μεγαλύτερος, είχε μανία με τις φωτογραφικές μηχανές, φρόντιζε συνέχεια να μας απαθανατίζει. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη εκτίμηση στη δημιουργία αρχείων, έγραφε, σημείωνε πάντα πίσω απο το χαρτονάκι την ημερομηνία, περνούσε τα γεγονότα σε τετράδια που ρίγωνε μόνος του.
Αυτή η φωτογραφία του γυμνού μωρού στην πολυθρόνα είναι η πιο παλιά που έχω από τις δικές μου. Εγώ είμαι το γυμνό μωρό, στρουμπουλό πολύ, με το βραχιολάκι στο μπράτσο. Η πολυθρόνα αυτή είναι ένα είδος επίπλου που δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο. Θα πρέπει να το είχαμε στη Λάρισα, την πόλη που γεννήθηκα. Μεγάλωσα στο Αγρίνιο, που το αγαπώ σαν πατρίδα μου, αλλά κανείς μας δεν ήταν απο εκεί. Ο πατέρας μου ήταν απο το Κιλελέρ, η μητέρα μου απο τη Δράκεια του Πηλίου. Όταν γνωρίστηκαν στη Λάρισα ήταν χήροι και οι δυο, με ένα παιδί ο καθένας, η μαμά είχε το γιο, ο μπαμπάς είχε την κόρη. Έκαναν άλλα τέσσερα παιδιά μαζί, τρία κορίτσια και ένα αγόρι.

Έτσι περιπετειώδης ήταν τότε η ζωή των ανθρώπων। Ο θάνατος ερχόταν πολύ συχνά, πολύ εύκολα। Το αγόρι εκείνο πέθανε στα τρία του απο τύφο, τον οποίο τον περάσαμε όλα τα μικρά, αλλά τα κορίτσια επέζησαν। Πιο γεροί οργανισμοί τα θηλυκά βλέπετε। Αρα αυτή η μωρουδίστικη φωτογραφία θα πρέπει να είναι απο τη Λάρισα, από το ωραίο σπίτι όπου γεννηθήκαμε, και το οποίο εγκαταλείψαμε για να πάμε στο Αγρίνιο όπου ο μπαμπάς μου έγινε έμπορος λιπασμάτων και ασφαλιστής। Μπορεί την ίδια μέρα να βγήκε και αυτή η φωτογραφία της μεγαλύτερης απο τα τέσσερα μικρότερα παιδιά, της Στέλλας μας, που την έβαλαν να σταθεί όρθια σε καρέκλα, ντυμένη όμως αυτή, και χωρίς να στηρίζεται. Είναι κιόλας ένα μικρό ανθρωπάκι, με τέλεια παπουτσάκια, άσπιλα। Αναρωτιέμαι αν περπατούσε καθόλου με αυτά. Πίσω απο τη φωτογραφία η μητέρα μου έχει σημειώσει πως είναι αποκριάτικα ντυμένη, αγοράκι। Κάπου έχω και μια φωτογραφία του αδερφού μας σε ίδια ηλικία ντυμένου κοριτσάκι।
Η Στέλλα μοιάζει εδώ απίστευτα με τη μικρή της κόρη, όταν ήταν κι εκείνη παιδί. Οι δυο φωτογραφίες θα πρέπει να είναι του 1926.
Καλώς ήρθατε λοιπόν στο μικρό ασπρόμαυρο κόσμο μου.