Tuesday 25 October 2011

Aνυποψίαστες

Κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, συνηθίζαμε να καθόμαστε πολλές ώρες το μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι και να ακούμε τις αναμνήσεις του άντρα μου από τον πόλεμο. Την ημέρα που μας επιτέθηκε η Ιταλία εκείνος ήταν κιόλας ώριμος άντρας, είχε κάνει τη θητεία του σαν έφεδρος, και δεν περίμενε να νυχτώσει, πήγε να καταταγεί από την πρώτη στιγμή. Είχε πολλά να πει, γιατί μετά την ήττα της Ελλάδας από τη Γερμανία είχε φύγει για την Αίγυπτο μέσω Τουρκίας, είχε πολεμήσει στο Ελ Αλαμέιν, είχε πάρει μέρος στο κίνημα του Απρίλη του 43, είχε πάει σε στρατόπεδο στην Ερυθραία, είχε γυρίσει πίσω το 45… Βέβαια αυτά τα τελευταία δεν τα έλεγε στα παιδιά, δεν θα καταλάβαιναν. Ούτε εγώ καλά- καλά δεν μπορούσα, ή δεν ήθελα να τα καταλάβω.
Εγώ όμως στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ήμουν 14 χρονών, πήγαινα Β’ Γυμνασίου, και δεν είχα ιδέα. Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία από την εθνική επέτειο της ίδιας χρονιάς, λίγους μήνες πριν, που είχαμε φορέσει τις επίσημες στολές μας. Στο σώμα είμαστε σχεδόν γυναίκες, αλλά στο μυαλό είμαστε ακόμα παιδιά. Ανυποψίαστα, χαρούμενα, δεν ξέραμε τι μας περίμενε…
Εγώ είχα φτιάξει τα μαλλιά μου μπούκλες για την περίσταση, μαζί με τις άλλες που είχαν μακριά μαλλιά. Ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε. Ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, σπούδαζα πιάνο στο Ωδείο. Είχα κάνει τη μεγάλη μου επανάσταση στο σπίτι με το πιάνο. Δεν ήθελαν οι γονείς μου να γραφτώ, κι αφού έκλαψα επί ένα χρόνο, μόνο τότε πείστηκαν. Κι ύστερα δεν μου αγόραζαν πιάνο. Περνούσα ώρες να εξασκώ τα δάχτυλά μου στο τραπέζι…
Τα σχέδια μου λοιπόν ήταν να γίνω πιανίστα, και βεβαίως να σπουδάσω και κάτι φιλολογικό. Αρχαιολογία μάλλον έλεγα. Τι χειραφετημένες, τι μοντέρνες γυναίκες θα γινόμασταν, και τι ελεύθερη ζωή θα ζούσαμε, που δεν την είχαν δει ούτε στο όνειρο τους οι μαμάδες μας κι οι γιαγιάδες μας!
Κι εκείνη την ημέρα του Οκτώβρη, μια βροχερή, συννεφιασμένη μέρα, δεν καταλάβαμε στην αρχή. Είχα φτάσει στο σχολείο λαχανιασμένη από την τρεχάλα, κι όταν μας είπαν ότι δεν θα κάναμε μάθημα, γυρίσαμε παρέα στα σπίτια μας όλο γέλια και χαρές. Στα μαγαζιά και στο δρόμο βλέπαμε ανήσυχους τους ανθρώπους και δεν καταλαβαίναμε…
Α ναι, μετά τα καταλάβαμε όλα. Είδαμε τους πληγωμένους φαντάρους να φτάνουν από το μέτωπο και να τους κόβουν τα πόδια στη διπλανή αποθήκη Παπαστράτου που έγινε νοσοκομείο. Είδαμε την περιουσία του πατέρα μου να χάνεται μέσα σε μια μέρα, γιατί ήταν σε μετρητά. Είδαμε τους ναζί να φτάνουν στην πόλη μας, να συνεργάζονται με τα Τάγματα Ασφαλείας, είδαμε κρεμάλες στην πλατεία της πόλης μας, εκεί που κάναμε γιορτές και παρελάσεις. Είδαμε πολλά, που δεν τα θέλαμε, ωριμάσαμε με τρόπο που δεν θέλαμε.
Το Ωδείο έκλεισε. Δεν σπούδασα τίποτε, χρειάστηκε να πιάσω δουλειά με το που τέλειωσα το σχολείο. Τα σχέδια μου καταστράφηκαν, και δεν μπορούσα ούτε να παραπονεθώ, γιατί άλλοι είχαν χάσει τη ζωή τους, τα αδέρφια τους, τα παιδιά τους. Θα ήθελα να θυμίσω στους σημερινούς νέους, με όλες τις στεναχώριες που περνάνε, να μην ξεχνάνε πόσο τυχεροί είναι που δεν έζησαν πόλεμο. Πρέπει κάθε μέρα να ξυπνάνε και να λένε: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου που γεννήθηκα μετά το 50 και δεν έζησα πόλεμο!» Όχι να κατεβαίνουν οπλισμένοι με λοστούς στο κέντρο της Αθήνας και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους, ότι έχουμε πόλεμο! Ζούμε ακόμα εμείς που τον γνωρίσαμε. Ας σεβαστούν τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους, αφού την εμπειρία δεν θέλω να ευχηθώ να την αποκτήσουν…

1 comment:

  1. Τι μανία κι αυτή με τα ναυτικά, ανεξήγητη...

    ReplyDelete