Friday 27 April 2012

Mια προσιτή τέχνη

Γύρω απο το τραπέζι, με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής μου

Διάλεξα την τέχνη μου μικρή και είμαι μεγάλη για ν’ αλλάξω. Δεν διάλεξα τη μαγειρική, που ήταν μια προσιτή τέχνη σε όλα τα σπίτια, ανοιχτή στις θυγατέρες που θα ήθελαν να τη μάθουν. Διάλεξα κάτι παράξενο και εντελώς εξωτικό, τη μουσική. Στο μεταξύ στο σπίτι μου συντελούνταν καθημερινά η κοσμογονία της παραγωγής γευμάτων, προς μεγάλη συγκίνηση της μικρότερης αδερφής μου, και κάπως λιγότερη της μεγαλύτερης, αλλά εγώ διήγα βίο παράλληλο. Έτσι δεν κατάφερα να μάθω ποτέ σωστά μια συνταγή μαγειρικής, με αποτέλεσμα να είμαι ακόμα τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες καθημερινό μαγείρεμα, σε κατάσταση αμηχανίας πολύ συχνά μπροστά σε κάτι καινούργιο και να προτιμώ τα σίγουρα και απλά φαγητά. Θα ήθελα να είμαι μια κιβωτός συνταγών, να έχω καταγράψει στη μνήμη μου όλα τα φαγητά που έφαγα από τα χεράκια της μαμάς μου, ή έστω να έχω τις συνταγές σε κάποιο τετράδιο. Δεν προνόησα όμως. Δεν μαθήτευσα ποτέ όσο θα έπρεπε στην προσιτή αυτή τέχνη. Λάθος μου, γιατί κάποια στιγμή, μετά τις καριέρες και τις μεγάλες αποστολές της ζωής, όταν ολοκληρώνεται ο κύκλος των εμπειριών και των δημιουργιών, μένει κανείς με μια κουζίνα ξανά στη ζωή του, μένει με τα βασικά μαγαζάκια γύρω του, μένει με την πρωταρχική ανάγκη για τροφή, και είναι καλό να ξέρει πέντε μυστικά για το πώς να μαγειρεύει νόστιμα και υγιεινά και να προσφέρει σε φίλους και συγγενείς κάτι ξεχωριστό, που θα το θυμούνται και θα το συνδέουν μαζί του.
Γύρω απο το τραπέζι της αδερφής μου
Ωστόσο θυμάμαι την κουζίνα μας, τη φουφού και τα κατσαρολικά μας που έπρεπε να γανώνονται κάθε τόσο για να μην γίνουν δηλητηριώδη, και μερικά από τα φαγητά από αγαπούσαν οι άλλοι. Εμένα γενικά δεν με συγκινούσε το φαγητό. Πάντα ένιωθα ότι με μπούκωναν παραπάνω από όσα ήθελα, και μακάρι να με ξεχνούσαν σε κάποιο γεύμα. Αλλά δυστυχώς δεν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζευόμαστε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, όλα τα χρόνια που ζήσαμε στο πατρικό μας σπίτι. Ο πατέρας γυρνούσε από τη δουλειά του κι όλα τα παιδιά έπρεπε να είναι παρόντα και να τιμούν τα φαγητά δεόντως. Έπρεπε να ξεχάσω τις ιδιοτροπίες μου και να τρώω όλο το φαγητό που μου σερβίριζαν, είτε μου άρεσε είτε όχι.
Η διαδικασία άρχιζε με το μεγάλο μου αδερφό να οσφραίνεται την κατσαρόλα. Σηκωνόταν επάνω για να έχει πλήρη οσφραντική εντύπωση, και κάθε φορά έλεγε, «Ελπίζω να έβαλες βούτυρο, Κατίνα! Δεν φαντάζομαι να έβαλες λάδι;»
Κατίνα, φώναζε τη μητέρα μας, για να κάνει προφανώς τον μεγάλο, που φωνάζει τη μαμά του με το όνομά της. Η καημένη η Κατίνα, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα έπρεπε να αντιδράσει σε αυτή την τυραννία του βουτύρου. Πού να ήξερε ότι το λάδι ήταν πιο υγιεινό; Τότε το βούτυρο εθεωρείτο απαραίτητο καθημερινό συστατικό της μαγειρικής. Το προμηθευόμασταν κατευθείαν από τους κτηνοτρόφους, σε μεγάλους ντενεκέδες, και έπρεπε πρώτα να το λιώσουν για να το μαγειρέψουν. Μια φορά η μικρή μου αδερφή είχε ανακαλύψει στην ταράτσα τους ντενεκέδες με το βούτυρο και είχε ενθουσιαστεί. Της είχαν φανεί κάτι σαν πισίνα με απαλά πηχτό υγρό, τους είχε αναποδογυρίσει και πλατσούρισε με την ψυχή της στο λειωμένο βούτυρο μέχρι να κυλήσει όλο από το λούκι. Φανταστείτε το σοκ της μητέρας μου όταν είδε όλο το ακριβοπληρωμένο βούτυρο του χειμώνα να λιπαίνει το οδόστρωμα.
Αυτό που σήμερα θεωρείται το άκρον άωτον της υγιεινής διατροφής τότε εθεωρείτο εντελώς ανεπαρκές για να μεγαλώσεις γερά παιδιά. Πόση άγνοια υπήρχε! Το λάδι ήταν για τις μέρες της νηστείας, σύμβολο στερήσεων και φτώχειας.
Γύρω απο το τραπέζι με τον πατέρα, τον
άντρα μου, τον αδερφό, τις αδερφές,
 τα παιδιά μας

Και χρειάστηκε όλο εκείνο το βούτυρο των συνταγών να το αντικαταστήσουμε σιγά- σιγά με λάδι. Δεν βάζω πουθενά βούτυρο στο μαγείρεμα, κι από μια άποψη ευτυχώς που δεν τις είχα μάθει καλά τις συνταγές. Μόνο σε ένα γλυκό βάζω πια βούτυρο, αυτό που ονομάζουμε στην οικογένεια «Χαλβά της Ρήνας» και γίνεται με σιμιγδάλι και καρύδια. Το φτιάχνω όλο και σπανιότερα, και η πλούσια βουτυρένια μυρωδιά του μου θυμίζει πάντα τον αδερφό μου. Είχε δίκιο βέβαια στο θέμα της όσφρησης. Δεν συγκρίνεται η μυρωδιά του βούτυρου με τίποτε άλλο.
Υπάρχει αντίστοιχα και το γλυκό που γίνεται μόνο με λάδι, το περίφημο αγρινιώτικο ραβανί.
Όσο άσχετη ήμουν εγώ με τη μαγειρική, τόσο ταλαντούχα ήταν –και παραμένει- η μικρή αδερφή μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει κάνει με το θέμα της αντικατάστασης του βούτυρου από το λάδι, γιατί όπως όλες οι καλές μαγείρισσες, θέλει να έχει τα μυστικά της. Νομίζω όμως ότι πρέπει να τα γράψει πια όλα σε ένα βιβλίο και να τα αποκαλύψει σιγά- σιγά. Θα μπορούσε να βάλει τίτλο «Μεταβατική μαγειρική» Δηλαδή, από το βούτυρο στο λάδι.
Δημοσιεύτηκε στη Ρίζα Αγρινίου, τεύχος Απριλίου 2012

Wednesday 8 February 2012

Tα χιόνια δεν τ' αγάπησα ποτέ

Για να βάλω φωτογραφία με χιόνια έψαξα τα άλμπουμ του άντρα μου, στα δικά μου δεν βρήκα καμία. Όχι πως δεν είχαμε χιόνια στους χειμώνες μας, αλλά μου έτυχε να τα αντιπαθήσω τη χρονιά που με κλείσανε στο βουνό, και ποια χρονιά..
Ήταν το 1940, το χειμώνα του πολέμου. Με τους πρώτους βομβαρδισμούς τη μάνα μου την έπιασε πανικός. Της μπήκε η ιδέα ότι θα βομβάρδιζαν οι Ιταλοί το σταθμό του τραίνου, κι εμείς μέναμε δίπλα. Ετοίμασε ένα βαλιτσάκι και μας έτρεχε στα καταφύγια μέρα νύχτα όποτε χτυπούσε η σειρήνα. Είχαν σπάσει τα νεύρα της, και κάποια στιγμή αποφάσισε πως έπρεπε να καταφύγουμε στο εξοχικό μας σπίτι, πάνω στον Άη Βλάση!
Και πες πες τον κατάφερε τον πατέρα μου να μας πάει να μείνουμε κει, εμάς τα παιδιά μαζί με τη μαμά μας. Η γιαγιά δήλωσε ότι δεν θα άφηνε το σπίτι, κι ο πατερας μου μαζί με το μεγάλο μου αδερφό γύρισαν αμέσως στο Αγρίνιο μόλις μας εγκατέστησαν. Τρομάξαμε να φτάσουμε στο σπίτι, τρομάξαμε ν' ανάψουμε το τζάκι, να το ζεστάνουμε λίγο. Κι όταν σε λίγες μέρες άρχισε να χιονίζει χαρήκαμε στην αρχή, αλλά λίγες μέρες μετά, όταν μας έκλεισε το χιόνι στο σπίτι, και δεν περνούσε ψυχή να πούμε μια καλημέρα, μας έπιασε κατάθλιψη.
Μια νύχτα έριξε χιονοθύελλα κι η στέγη μας κόντεψε να πέσει. Περνούσαν οι μέρες μέσα στην ανημπόρια και την πλήξη, και μόνο ένα περιστατικό ήρθε να τη σπάσει λίγο: μια μέρα προσγειώθηκε στις πλαγιές ένα πολεμικό αεροπλάνο εγγλέζικο που είχε πάθει βλάβη, κι ο πιλότος με το πλήρωμα βρέθηκαν ουρανοκατέβατοι κυριολεκτικά στο χωριό να μην έχουν κανένα τρόπο να συνενοηθούν. Έφτασαν στην πλατεία και βρήκαν ρωτώντας τον πρόεδρο, ο οποίος τους είπε:
-Α, σπιτίγκλις θες; Έλα μαζί, θα σε πάω στο σπιτίνγκλις!
Εμείς ήμασταν το σπιτίγκλις. Μιλούσαμε αγγλικά και εξηγήσαμε στον πρόεδρο τι ήθελαν οι τρεις Άγγλοι. Ακομα θυμάμαι τον έναν, τον είχα φυσικά ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Τον έλεγαν Μαξ.
Πέρα απο αυτη τη συνάντηση ο χειμώνας εκείνος μέσα στην ομορφιά των χιονισμένων βουνών ήταν για μένα ένας εφιάλτης. Ήθελα να γυρίσω στο Αγρίνιο, στις φίλες μου, κι αφού έκλαψα επι μέρες με άφησε η μαμά μου να φύγω με ένα γκαζοζέν, τα κανονικά αυτοκίνητα ήταν επιταγμένα, το οποίο χάλασε λίγο έξω απο το χωριό και γύρισα πίσω κλαίγοντας απο λύσσα.
Με έσωσε ο βομβαρδισμός, κατά κάποιο τρόπο. Όταν έπεσαν τελικά οι βόμβες στο Αγρίνιο ανέβηκαν όλοι στο χωριό κατόπιν εορτής, και μπορέσαμε να φιλοξενήσουμε τις αγαπημένες μου φίλες.
Μια και δεν έχω ούτε φωτογραφίες απο το χιόνι λοιπόν, βάζω αυτή που είναι τραβηγμένη στην Πάρνηθα δέκα χρόνια πριν, το 1930. Ο άντρας μου εδώ είναι ακόμα πολύ νέος, παίζουν με τους φίλους του στα χιόνια, και θα μπορούσε να είναι ακόμα και οι τρεις άγγλοι με τα βρετανικά τους γιλέκα και την άνεση να βρίσκονται χωρίς πανωφόρι στα χιόνια.

Monday 16 January 2012

H πιο ευτυχισμένη μαθητεία μου, το Ωδείο

Τη μέρα που άκουσα ότι άνοιξε Ωδείο στην πόλη μας, έτρεξα στη μαμά μου γεμάτη χαρά να της το αναγγείλω. «Μην ενθουσιάζεσαι, θα δεις που δεν θα πάει κανείς και θα κλείσει», μου απαντάει, και δεν με άφησε να γραφτώ.

Πέρασε ένα χρόνος, το Ωδείο δεν έκλεισε. Περνούσα απ’ έξω, άκουγα το πιάνο, και τόσο υπέφερα, που τη δεύτερη χρονιά με λυπήθηκαν και με άφησαν να γραφτώ. Έτσι ξεκίνησα μαθήματα πιάνου και πήγαινα στο Ωδείο τρία απογεύματα την εβδομάδα.

Ήμουνα ευτυχισμένη όταν ανέβαινα τις σκάλες του παλιού σπιτιού. Άκουγα τις περσινές να παίζουνε, ζήλευα, κι έβαλα πείσμα να τις φτάσω. Η μελέτη γινόταν εκεί μόνο μισή ώρα, δεν επαρκούσαν τα δυο πιάνα που είχαν, κι όταν γύριζα σπίτι έπαιζα πάνω στο τραπέζι και τραγουδούσα τις νότες.

Ήταν για μένα η μεγαλύτερη ευτυχία να βρίσκομαι εκεί, να ακούω και να μαθαίνω πιάνο. Δεν με ένοιαζε για τα μαθήματα του Γυμνασίου. Τους έριχνα μια ματιά κι αυτό ήταν όλο. Μετά καθόμουνα κι έπαιζα μουσική. Προσπαθούσα να βρω σπίτια που είχαν πιάνο, να μπορώ να μελετώ πιο πολύ. Η μαμά είχε δυο τρεις φίλες που είχαν πιάνα παλιά, ξεκούρδιστα, ανέγγιχτα για χρόνια, ξεχασμένα σε ανήλιαγα σαλόνια, κλειστά όλο το χρόνο με βαριές βελουδένιες κουρτίνες στα παράθυρα, σκοτεινά και σιωπηλά. Τις παρακάλεσε και πήγαινα, σε ώρες κατάλληλες για να μην τους ανησυχώ, να μελετήσω λίγη ώρα, να προχωρήσω και να φτάσω τις παλιότερες μαθήτριες. Πολλές φορές μου λέγανε ότι τους ενοχλώ, ή ότι θέλανε στο σαλόνι τους να δεχτούνε επισκέψεις, κι έφευγα απογοητευμένη. Με πιάνει ακόμα το παράπονο όταν το σκέφτομαι. Γιατί μωρέ πατέρα, αφού είχες χρήματα, δεν μου αγόραζες ένα πιάνο;

Το ζητούσα το πιάνο, επίμονα και το ονειρευόμουν. Καινούργιο το φανταζόμουνα, με άσπρα πλήκτρα να ακουμπάω τα δάχτυλα και να το κάνω να βγάζει τις μελωδίες. Να παίζω ατέλειωτες ώρες και κανείς να μη μπορεί να με διακόψει.

Τέλος πάντων με τα πολλά, ο πατέρας μου το αποφάσισε να μου αγοράσει πιάνο. Όχι όμως το καινούργιο που ονειρευόμουν, αλλά το παλιό της οικογένειας Παναγοπούλου. Αυτό το πιάνο ήταν της πρώτης γυναίκας του Παναγόπουλου, που ήρθε στο Αγρίνιο να ζήσει με τον άντρα της, κι αφού έκανε και δυο παιδιά, φαίνεται δεν άντεξε τη ζωή του Αγρινίου και χώρισε. Η δεύτερη γυναίκα του δεν έπαιζε πιάνο κι αυτό παρέμεινε κλειστό επί δεκαετίες, ώσπου βρέθηκε ο ξύπνιος ο πατέρας μου και το αγόρασε τότε για 2000 δραχμές.

Έτσι, αντί να χτυπάω τα δάχτυλα στο τραπέζι και να μη βγαίνει κανένας ήχος, έπαιζα πάνω σε αυτά τα κιτρινισμένα πλήκτρα από όπου βγαίνανε οι νότες φάλτσα, και μερικές δεν έπαιζαν καθόλου.

Η μαμά με παρηγορούσε, ότι μόλις μάθω καλά θα μου αγόραζαν καινούργιο. Της άρεσε που προχωρούσα γρήγορα στις σπουδές μου στο Ωδείο. Άνοιγε την πόρτα του σαλονιού και στεκότανε αμίλητη ακούγοντας. Στο τέλος μου ζητούσε να της παίξω κάτι πιο βαρύ, όπως έλεγε, και της έπαιζα Μότσαρτ ή Μπετόβεν.

Στη φωτογραφία είμαστε σε συναυλία του Ωδείου στο σινεμά Τιτάνια, ντυμένες με χλαμύδες για τη χορωδία όπου επίσης συμμετείχαμε.

Friday 23 December 2011

Γιαγιά υπήρχαν Χριστούγεννα όταν ήσουνα κοριτσάκι;





Έχετε ακούσει για τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων; Όταν ήμουν παιδί, στο Αγρίνιο, οι μεγάλοι νήστευαν απο κρέας Τετάρτη και Παρασκευή για σαράντα μέρες. Και την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα ολόκληρη νηστεύαμε για να κοινωνήσουμε την Παραμονή. Ύστερα τρώγαμε κοτόσουπα, το πρωινό των Χριστουγένννων.
Κι ενώ εμείς νηστεύαμε, το καημένο το γουρούνι στο υπόγειο έτρωγε καλά καλά, για να παχύνει! Τις μέρες της παραμονής σφαζόταν για να γίνει λουκάνικα που θα καταναλώνονταν όλο το χειμώνα. Ενα γουρούνι στο σπίτι δεν είναι απλή υπόθεση, είχαμε διάφορες περιπέτειες. Μια φορά είχε χαθεί, θα έφαγε το σκοινι του και θα το έσκασε. Το ψάχναμε τρεις μέρες σε όλη τη γειτονιά και στο ρέμα που περνούσε δίπλα απο το σπίτι, αλλά δεν το βρήκαμε. Μια άλλη φορά μας είχαν φέρει ένα γουρουνόπουλο για τα Χριστούγεννα, και το κρατούσαμε ζωντανό, δεμένο στο υπόγειο. Πάω να πάρω αλεύρι από κάτω, και βλέπω στο σκοτάδι να τρέχει ένα ζώο κόκκινο γυαλιστερό. Τρομάζω και βάζω τις φωνές. Το καημένο, είχε λυθεί και είχε χύσει το κιούπι με το βύσσινο γλυκό, είχε κυλιστεί ολόκληρο κι είχε γίνει σαν τέρας της Αποκαλύψεως.



Από βραδύς ερχόταν στο σπίτι μας η αδερφή της γιαγιάς, και μας διάβαζε για τη θεία μετάληψη. Ήταν πολύ διαβασμένη και κοσμογυρισμένη γυναίκα, η μοναδική μας συγγενής στο Αγρίνιο. Είχα καημό που δεν είχαμε θείες και θείους και ξαδέλφια. Την αγαπούσαμε πολύ γιατί ήταν όλο καλοσύνη και ακούγοντας την γαληνεύαμε κι εμείς που πάντα νιώθαμε ξένοι σε ξένο τόπο.



Ξημερώνοντας η ημέρα των Χριστουγέννων κτυπούσε η καμπάνα, ακόμα νύχτα. Εμείς κοιμόμασταν βαθιά. Έμπαινε η μαμά στο δωμάτιο κι άρχιζε να μας ξυπνάει ψέλνοντας: «Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών……Άντε σηκωθείτε να πάμε στην εκκλησία!»
Αυτό το επαναλάμβανε δυο τρεις φορές ώσπου να αφήσουμε τα ζεστά μας κρεβάτια, να ντυθούμε τουρτουρίζοντας και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για την εκκλησία. Θέρμανση τα σπίτια είχανε τότε σόμπες που καίγαμε ξύλα και μαγκάλια με κάρβουνο. Τα βράδια έκανε κρύο σε κείνο το μεγάλο σπίτι με τα ψηλά ταβάνια.
Γυρίζαμε από την εκκλησία το ξημέρωμα, και μας περίμενε μια σούπα από κότα. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Έχω χρόνια να απολαύσω τέτοια μυρωδιά! Ίσως να ήταν το κρύο και η ταλαιπωρία που την έκαναν έτσι νόστιμη, ή η κότα να ήταν στ' αλήθεια αλανιάρα!
Ο αδερφός μου μας έβγαζε μια φωτογραφία στο τραπέζι αναμνηστική। Βέβαια, ώσπου να τη βγάλει το χαμόγελο στο στόμα μας γινότανε γκριμάτσα, γιατί πήγαινε κι ερχότανε, και μετρούσε αποστάσεις και κανόνιζε το φως, εμείς διαμαρτυρόμασταν, κι εκείνος έστηνε τη μηχανή σε ένα τρίποδο, πατούσε ένα κουμπί κι έτρεχε κοντά μας φωνάζοντας, «Μην κινείται τώρα κανείς, ούτε αναπνοή!»


Κι έτσι βλέπετε πώς ήμασταν το 1934, οι τρεις αδερφές με το μπαμπά, τη μαμά μας και τη γιαγιά Καλλιόπη την Πηλιορείτισσα που είχε έρθει και ζούσε μαζί μας.



Sunday 20 November 2011

Ο τραπεζίτης και η τραπεζίτισσα





Τον Παπαδήμο δεν τον είχα διοικητή στην Τράπεζα Ελλάδος, δεν τον πρόλαβα δηλαδή, είχα πάρει σύνταξη όταν έγινε εκείνος διοικητής. Από νεώτερους συναδέλφους άκουγα ότι ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του και μοναδικός σαν άνθρωπος ανάμεσα στους διοικητές, στους τρόπους και στο σεβασμό απέναντι στους υπαλλήλους. Έχοντας ακούσει όλ’ αυτά χάρηκα πολύ που ανέλαβε την πρωθυπουργία. Ίσως καταφέρει να σώσει τη χώρα από την κατρακύλα.
Άρχισαν βέβαια αμέσως να τον βρίζουν, κι ανάμεσα στ’ άλλα τον λένε και τραπεζίτη. Σα να ήταν δική του η Τράπεζα! Θυμήθηκα μια φορά που τα παιδιά μου ήταν μικρά και με λέγανε και μένα τραπεζίτη.
Δούλεψα τρισήμισι δεκαετίες στην Τράπεζα της Ελλάδος, και τραπεζίτης δεν υπήρξα βέβαια, αλλά το μαγικό τραπεζάκι που στρωνόταν κάθε μέρα χάρις στο μισθό μου το απέκτησα. Δεν ήταν η δουλειά που ονειρευόμουν, και δεν την αγάπησα ποτέ. Τα χρόνια που εγώ δούλευα δεν ήταν όπως τώρα. Δουλεύαμε καθημερινά οχτάωρο, έξι μέρες την εβδομάδα, και δεν έπρεπε ποτέ να αργούμε το πρωί. Αν αργούσαμε δεν μας άφηνε ο θυρωρός να υπογράψουμε το δελτίο, κι αυτό σήμαινε περικοπή μισθού. Το πρωινό ξύπνημα και η τρεχάλα γι αυτό το δελτίο ήταν ο εφιάλτης μου, ιδίως όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά κι έκλαιγαν επειδή έφευγα αξημέρωτα.
Φορούσαμε πάντα ποδιά την ώρα της δουλειάς. Για να πάμε στην τουαλέτα χρειαζόμασταν άδεια, και για καφέ επίσης. Η σημερινή ελευθερία των εργαζομένων στην Τράπεζα για μας ήταν επιστημονική φαντασία.
Ωστόσο στην Τράπεζα της Ελλάδος οι εργαζόμενοι είχαν διάφορα προνόμια, όχι μόνο τον καλό μισθό. Υπήρχαν οι κατασκηνώσεις για τα παιδιά του προσωπικού στην Πάρνηθα, που ήταν σπουδαία προσφορά για τις εργαζόμενες μητέρες. Τώρα υπάρχει κι ένας εξαιρετικός παιδικός σταθμός, που τότε δεν υπήρχε. Πιστεύω ότι είχαμε πολύ προοδευτική εργατική συνείδηση. Υπήρχε ασφάλιση των μελών της οικογένειας, γενικά καλές κοινωνικές παροχές, ένα σύστημα που αν εξελισσόταν σε άλλους τομείς ανταποδοτικά, όχι με κρατικές παροχές, θα μπορούσε να ακολουθήσει το σουηδικό μοντέλο. Δεν μπορώ να πω ότι παρακολουθώ και τώρα λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι ο σύλλογος μας είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Δεν αγαπούσα τη δουλειά στην Τράπεζα, είχα σχεδιάσει αλλιώς τη ζωή μου. Αλλά ο πόλεμος έφερε πτώχευση στην οικογένεια και δεν μπόρεσα να σπουδάσω, ούτε να γίνω πιανίστα. Έδωσα όμως τις εξετάσεις στην Πάτρα και πέρασα. Έπιασα δουλειά το 44 στο Αγρίνιο. Η φωτογραφία είναι στα σκαλιά της Τράπεζας εκείνο τον πρώτο καιρό. Τις πρώτες μέρες μούσκευα με δάκρυα τα χαρτιά στη γραφομηχανή. Ύστερα συνήθισα, γνώρισα εκεί πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους. Ναι, ήταν χώρος ανοιχτόμυαλων και προοδευτικών ανθρώπων η Τράπεζα Ελλάδος.


Το 1952 πήρα μετάθεση για την Αθήνα, όπου έμεινα ως τη σύνταξη.


Η δουλειά στην Τράπεζα με βοήθησε να ζήσω με αξιοπρέπεια. Όση πίκρα κι αν μου άφησε η στέρηση της καλλιτεχνικής πορείας που ονειρευόμουνα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω εκ των υστέρων ότι ήταν σημαντικό για μένα το γεγονός πως δούλεψα και κέρδισα χρήματα, σε αντίθεση με πολλές γυναίκες της γενιάς μου.
Τα δε παιδιά μου είναι περήφανα για μένα. Έστω κι αν έκλαιγαν όταν ήταν μικρά κι έφευγα από το σπίτι.

Tuesday 25 October 2011

Aνυποψίαστες

Κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, συνηθίζαμε να καθόμαστε πολλές ώρες το μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι και να ακούμε τις αναμνήσεις του άντρα μου από τον πόλεμο. Την ημέρα που μας επιτέθηκε η Ιταλία εκείνος ήταν κιόλας ώριμος άντρας, είχε κάνει τη θητεία του σαν έφεδρος, και δεν περίμενε να νυχτώσει, πήγε να καταταγεί από την πρώτη στιγμή. Είχε πολλά να πει, γιατί μετά την ήττα της Ελλάδας από τη Γερμανία είχε φύγει για την Αίγυπτο μέσω Τουρκίας, είχε πολεμήσει στο Ελ Αλαμέιν, είχε πάρει μέρος στο κίνημα του Απρίλη του 43, είχε πάει σε στρατόπεδο στην Ερυθραία, είχε γυρίσει πίσω το 45… Βέβαια αυτά τα τελευταία δεν τα έλεγε στα παιδιά, δεν θα καταλάβαιναν. Ούτε εγώ καλά- καλά δεν μπορούσα, ή δεν ήθελα να τα καταλάβω.
Εγώ όμως στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ήμουν 14 χρονών, πήγαινα Β’ Γυμνασίου, και δεν είχα ιδέα. Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία από την εθνική επέτειο της ίδιας χρονιάς, λίγους μήνες πριν, που είχαμε φορέσει τις επίσημες στολές μας. Στο σώμα είμαστε σχεδόν γυναίκες, αλλά στο μυαλό είμαστε ακόμα παιδιά. Ανυποψίαστα, χαρούμενα, δεν ξέραμε τι μας περίμενε…
Εγώ είχα φτιάξει τα μαλλιά μου μπούκλες για την περίσταση, μαζί με τις άλλες που είχαν μακριά μαλλιά. Ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε. Ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, σπούδαζα πιάνο στο Ωδείο. Είχα κάνει τη μεγάλη μου επανάσταση στο σπίτι με το πιάνο. Δεν ήθελαν οι γονείς μου να γραφτώ, κι αφού έκλαψα επί ένα χρόνο, μόνο τότε πείστηκαν. Κι ύστερα δεν μου αγόραζαν πιάνο. Περνούσα ώρες να εξασκώ τα δάχτυλά μου στο τραπέζι…
Τα σχέδια μου λοιπόν ήταν να γίνω πιανίστα, και βεβαίως να σπουδάσω και κάτι φιλολογικό. Αρχαιολογία μάλλον έλεγα. Τι χειραφετημένες, τι μοντέρνες γυναίκες θα γινόμασταν, και τι ελεύθερη ζωή θα ζούσαμε, που δεν την είχαν δει ούτε στο όνειρο τους οι μαμάδες μας κι οι γιαγιάδες μας!
Κι εκείνη την ημέρα του Οκτώβρη, μια βροχερή, συννεφιασμένη μέρα, δεν καταλάβαμε στην αρχή. Είχα φτάσει στο σχολείο λαχανιασμένη από την τρεχάλα, κι όταν μας είπαν ότι δεν θα κάναμε μάθημα, γυρίσαμε παρέα στα σπίτια μας όλο γέλια και χαρές. Στα μαγαζιά και στο δρόμο βλέπαμε ανήσυχους τους ανθρώπους και δεν καταλαβαίναμε…
Α ναι, μετά τα καταλάβαμε όλα. Είδαμε τους πληγωμένους φαντάρους να φτάνουν από το μέτωπο και να τους κόβουν τα πόδια στη διπλανή αποθήκη Παπαστράτου που έγινε νοσοκομείο. Είδαμε την περιουσία του πατέρα μου να χάνεται μέσα σε μια μέρα, γιατί ήταν σε μετρητά. Είδαμε τους ναζί να φτάνουν στην πόλη μας, να συνεργάζονται με τα Τάγματα Ασφαλείας, είδαμε κρεμάλες στην πλατεία της πόλης μας, εκεί που κάναμε γιορτές και παρελάσεις. Είδαμε πολλά, που δεν τα θέλαμε, ωριμάσαμε με τρόπο που δεν θέλαμε.
Το Ωδείο έκλεισε. Δεν σπούδασα τίποτε, χρειάστηκε να πιάσω δουλειά με το που τέλειωσα το σχολείο. Τα σχέδια μου καταστράφηκαν, και δεν μπορούσα ούτε να παραπονεθώ, γιατί άλλοι είχαν χάσει τη ζωή τους, τα αδέρφια τους, τα παιδιά τους. Θα ήθελα να θυμίσω στους σημερινούς νέους, με όλες τις στεναχώριες που περνάνε, να μην ξεχνάνε πόσο τυχεροί είναι που δεν έζησαν πόλεμο. Πρέπει κάθε μέρα να ξυπνάνε και να λένε: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου που γεννήθηκα μετά το 50 και δεν έζησα πόλεμο!» Όχι να κατεβαίνουν οπλισμένοι με λοστούς στο κέντρο της Αθήνας και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους, ότι έχουμε πόλεμο! Ζούμε ακόμα εμείς που τον γνωρίσαμε. Ας σεβαστούν τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους, αφού την εμπειρία δεν θέλω να ευχηθώ να την αποκτήσουν…

Sunday 9 October 2011

Ψηλότερη για λίγο

Τι σοβαρά παιδάκια στη φωτογραφία, εν αντιθέσει με την πραγματικότητα, που ήμασταν διαόλια! Η μικρή μου αδερφή είχε φήμη μεγάλου καπετάν -φασαρία, αλλά εδώ καταφέραμε να μείνουμε για λίγο ακίνητες κι αγέλαστες, σα να παίζαμε το παιχνίδι με τα αγάλματα. Ποζάρουμε στο στούντιο του Ξυθάλη, μπροστά στη ζωγραφισμένη του κουρτίνα, φορώντας τα πανομοιότυπα ναυτικά κοστούμια μας, ραμμένα κατ' οίκον, τα σοσόνια μας και τα γοβάκια μας, εκείνη λευκά, εγώ μαύρα. Πάλι καλά που δεν είμαστε δίδυμες, δεν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τον εαυτό μας!




Υπήρχε μια μανία με την ομοιομορφία όταν ήμασταν παιδιά. Έπρεπε να είμαστε ντυμένα, χτενισμένα και ποδεμένα με συγκεκριμένο τρόπο για να φαινόμαστε καθώς πρέπει, κι ανέκφραστα όταν μας απαθανάτιζαν. Απο κει και πέρα ό,τι μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ας ξεχώριζε...


Κι αυτή η μανία με τα ναυτικά που κράτησε δεκαετίες; Λες και μας ετοίμαζαν για πλήρωμα σε υπερωκεάνειο, ή για στράτευση στο πολεμικό ναυτικό...
Αυτό που ξεχωρίζει εδώ είναι το ύψος και λιγότερα τα χρώματα. Εγώ ήμουν ξανθιά και η αδερφή μου μελαχρινή. Ελάχιστα φαίνεται αυτό στην ασπρόμαυρη φωτογραφία..


Η μαμά μου έχει χτενίσει τα μαλλιά σε δυο κοτσίδες στριφογυριστές και στερεωμένες στ αυτιά, που τις έλεγα κεφτέδες. Είχαν αστείο όνομα αλλά ήταν πολύ άβολες. Ονειρευόμουν να απαλλαγώ απο τις κοτσίδες μου... Η μικρότερη αδερφή μου, που είναι εδώ πιο κοντή απο μένα, όταν μεγαλώσαμε έγινε η πιο ψηλή απ΄όλες μας.




Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ περήφανος που είχε τόσες κόρες και σε όλα τα χρώματα: Πρασινομάτες δυο, οι μεγαλύτερες, γαλανομάτα μία, εγώ, κι η μικρή μας με μάτια μαύρα. Όταν τον πείραζαν που είχε κόρες και θα έπρεπε να μαζέψει προίκες, δήλωνε πάντα με την ίδια περηφάνεια:


-Θα πληρώσουν πολλά για να πάρουν τις δικές μου κόρες!


Και τελικά απεδείχθη ότι δεν είχε εντελώς άδικο...