Ξεκίνησα με τον εαυτό μου μωρό, αλλά κανονικά πρέπει να πάω προς τα πίσω, στους γονείς μου και όποια δική τους φωτογραφία βρίσκεται στο μπερδεμένο μου σωρό. Η πιο παλιά πρέπει να είναι αυτή εδώ, η μαμά μου στα νιάτα της. Έχει πολύ παράξενη κόμμωση, εγώ ποτέ δεν την είχα δει έτσι. Και τα ρούχα που φοράει δεν τα είχα δει επάνω της ποτέ. Θα πρέπει να είναι μετά τον πρώτο της γάμο, στο Βόλο. Μπορεί να είναι πολύ μικρή, κάτω από είκοσι, αλλά έχει αυτό το επιβλητικό ύφος, αυτή τη μεγαλόπρεπη πόζα στο στούντιο του φωτογράφου, και μοιάζει πολύ μεγαλύτερη.
Θα ήθελα να έχω παλιότερες φωτογραφίες από τη μαμά μου, φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια ας πούμε, για τα οποία μας μιλούσε συχνά. Νοσταλγούσε το χωριό της, την καταπράσινη Δράκεια στο Πήλιο, την οποία εγώ δεν γνώρισα παρά πολλές δεκαετίες αργότερα.
«Άνοιγα το παράθυρό μου, μας έλεγε, κι έκοβα τα φιρίκια από το δέντρο μας!»
Θα ήθελα λοιπόν πολύ να την έχω σε μια φωτογραφία έτσι, να βγαίνει σε εκείνο το παράθυρο που μας έλεγε, να απλώνει τα χέρια και να μας χαμογελάει δείχνοντας τα φρούτα. Ή να την έχω να παίζει στην πλατεία του χωριού κάτω από τον πλάτανο, ή να περπατάει στα καλντερίμια, που τότε δεν είχαν ακόμα χαλάσει.
Πηγαίνω τώρα πια συχνά για διακοπές στη Δράκεια και περπατώντας στα δρομάκια της, τα μισά χορταριασμένα, τα άλλα μισά τσιμεντωμένα, προσπαθώ να φανταστώ εκείνα τα ανέμελα παιδικά χρόνια της μαμάς μου. Τον πρώτο καιρό αυτού του τουρισμού είχα συναντήσει μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και είχα δώσει γνωριμία.
«Αχ παιδάκι μ’, τη θυμάμαι εγώ τη μαμά σ’ , μου είπε, που ανέβαιναν στα πανηγύρια από το Βόλο, και περιμέναμε να τς δούμε να χορεύουν στην πλατεία πώς και πώς!»
Ήταν τρεις αδερφές κι ένα μόνο αγόρι στην οικογένεια। Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν γαμπροί για τα κορίτσια, υπήρχε το άγχος της προίκας.
Θα ήθελα να έχω παλιότερες φωτογραφίες από τη μαμά μου, φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια ας πούμε, για τα οποία μας μιλούσε συχνά. Νοσταλγούσε το χωριό της, την καταπράσινη Δράκεια στο Πήλιο, την οποία εγώ δεν γνώρισα παρά πολλές δεκαετίες αργότερα.
«Άνοιγα το παράθυρό μου, μας έλεγε, κι έκοβα τα φιρίκια από το δέντρο μας!»
Θα ήθελα λοιπόν πολύ να την έχω σε μια φωτογραφία έτσι, να βγαίνει σε εκείνο το παράθυρο που μας έλεγε, να απλώνει τα χέρια και να μας χαμογελάει δείχνοντας τα φρούτα. Ή να την έχω να παίζει στην πλατεία του χωριού κάτω από τον πλάτανο, ή να περπατάει στα καλντερίμια, που τότε δεν είχαν ακόμα χαλάσει.
Πηγαίνω τώρα πια συχνά για διακοπές στη Δράκεια και περπατώντας στα δρομάκια της, τα μισά χορταριασμένα, τα άλλα μισά τσιμεντωμένα, προσπαθώ να φανταστώ εκείνα τα ανέμελα παιδικά χρόνια της μαμάς μου. Τον πρώτο καιρό αυτού του τουρισμού είχα συναντήσει μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και είχα δώσει γνωριμία.
«Αχ παιδάκι μ’, τη θυμάμαι εγώ τη μαμά σ’ , μου είπε, που ανέβαιναν στα πανηγύρια από το Βόλο, και περιμέναμε να τς δούμε να χορεύουν στην πλατεία πώς και πώς!»
Ήταν τρεις αδερφές κι ένα μόνο αγόρι στην οικογένεια। Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν γαμπροί για τα κορίτσια, υπήρχε το άγχος της προίκας.
Η μητέρα τους η Καλλιόπη είχε μια αδερφή παντρεμένη στο Βόλο με έναν εκτιμητή καπνών. Μια κερδοφόρα απασχόληση σε έναν ανερχόμενο τομέα. Δεν είχαν παιδιά και η θεία αγαπούσε πολύ τις ανιψιές, τις φιλοξενούσε συχνά στο Βόλο. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε όταν άρχισαν τα προξενιά. Η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν βυρσοδέψη από τη Μακρινίτσα αρκετά μεγαλύτερο, ευκατάστατο όμως, που πίστευαν όλοι ότι θα της εξασφάλιζε άνετη ζωή. Το ανέμελο κορίτσι έπρεπε να μεταμορφωθεί στην επιτηδευμένη κυρία της φωτογραφίας. Όμως ήταν τόσο εύθραυστη αυτή η ευμάρεια.
Αυτή η φωτογραφία πρέπει να είναι μετά το γάμο της. Θα είναι γύρω στα δεκαοχτώ. Ακουμπάει σε μια ανθοστήλη, αλλά το άνθος είναι εκείνη, αυτό θα εννοεί η πόζα. Μου θυμίζει πορτρέτα εκείνης της εποχής, δεν μου θυμίζει τη μαμά μου.
Αφού δεν έχω παιδικές της φωτογραφίες, βάζω κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του χωριού πριν το καταστρέψει ο σεισμός του 1952. Δεν είναι καλές, τις φωτογραφήσαμε από τον ξενώνα στη Δράκεια, κάποια στιγμή θα τις σκανάρουν, ελπίζω, τα παιδιά μου και θα τις ξαναβάλουμε.
Αυτή η φωτογραφία πρέπει να είναι μετά το γάμο της. Θα είναι γύρω στα δεκαοχτώ. Ακουμπάει σε μια ανθοστήλη, αλλά το άνθος είναι εκείνη, αυτό θα εννοεί η πόζα. Μου θυμίζει πορτρέτα εκείνης της εποχής, δεν μου θυμίζει τη μαμά μου.
Αφού δεν έχω παιδικές της φωτογραφίες, βάζω κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του χωριού πριν το καταστρέψει ο σεισμός του 1952. Δεν είναι καλές, τις φωτογραφήσαμε από τον ξενώνα στη Δράκεια, κάποια στιγμή θα τις σκανάρουν, ελπίζω, τα παιδιά μου και θα τις ξαναβάλουμε.
Αυτή η φωτογραφία μου θυμίζει κάτι απροσδιόριστο και πολύ μακρινό. Πορτρέτα που έχω δει σε μουσεία. Εικονογράφηση βιογραφιών. Τα άλμπουμ της Πηνελόπης Δέλτα και άλλα παρόμοια. Δεν φαντάζεται ευκολα κανείς μια γυναίκα στην Ελλάδα το 1910 περίπου, να ντύνεται έτσι. Ίσως στην Αθήνα, αλλά όχι στο Βόλο. Οι μόδες ήταν πολύ πιο διαδεδομένες από όσο φανταζόμαστε, ήδη απο τότε.
ReplyDelete