Saturday 5 March 2011

Ποδαράτο στην Καθαρά Δευτέρα



Εχω γράψει στο περιοδικό "Ρίζα Αγρινιωτών" για τις γιορτές της Αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Τυρινή, μοσχοβολούσε η πόλη από τις τυρόπιτες και τα γαλακτομπούρεκα που ψήνανε οι νοικοκυρές και τρώγαμε ολημερίς μέχρι σκασμού, διότι υποτίθεται ότι άρχιζε την επομένη η νηστεία. Γιορτάζαμε την Αποκριά με χορούς και βραχνιάζαμε απο το τραγούδι, αλλά πιο πολύ μου άρεσε εμένα η εκδρομή της Καθαράς Δευτέρας.

Ξυπνούσαμε χαράματα, από την αγωνία να δούμε τον καιρό. Θα γινόταν η εκδρομή που είχαμε ετοιμάσει –και επιθυμήσει σφόδρα- στη Ερμίτσα, στο κτήμα της Βασιλικής Ρήκα;

Τις πιο πολλές φορές ο θεούλης φρόντιζε να βγάλει τον ήλιο του πάνω από τη χιονισμένη κορφή της κυρα Βγένας, και φτιάχναμε γρήγορα τα καλάθια μας με τόσα νηστίσιμα που μόνο νηστεία δεν γινόταν την Καθαρά Δευτέρα. Μεσολογγίτικα ρεφούδια, δηλαδή αυγοτάραχα, μπρικ, ταραμοσαλάτες, ελιές αγρινιώτικες, κουκιά ξερά βρασμένα και λειωμένα σα φάβα, λαγάνες, χαλβά του μπακάλη, τα φορτωνόμασταν και πηγαίναμε σχεδόν τρεχάλα στο σπίτι των φίλων μας των Παπαλέξη.

Αυτό το σπίτι υπάρχει ακόμα και τώρα, στριμωγμένο ανάμεσα σε θηριώδεις πολυκατοικίες, από τα ελάχιστα που σώζονται στην Παπαστράτου. Τότε όμως ξεχώριζε μεγαλύτερο και πιο προσεγμένο από τα άλλα.

Εκεί είχαν πάρει το σινιάλο. Είχαν δει πρωί- πρωί ένα κόκκινο πανί στο μπαλκόνι των Ρήκα, που σήμαινε ότι η εκδρομή θα γίνει. Φανταστείτε αυτό το σινιάλο σε ένα Αγρίνιο με διώροφα πέτρινα γκρίζα σπίτια, που δεν είχαν τηλέφωνο, ούτε κινητό ούτε σταθερό, τι παντιέρα ήταν, πόσο το αγαπούσαμε που μας άνοιγε το δρόμο της εκδρομής!

Ξεκινούσαμε λοιπόν οι τρεις οικογένειες με τα πόδια και βγαίναμε από το Αγρίνιο, προχωρούσαμε στην εξοχή, μέσα στους ελαιώνες, και τα καπνοχώραφα, δίπλα στο ποτάμι της Ερμίτσας που έτρεχε τότε καθαρό και αμόλυντο και μας συνόδευε μουσικά με το κελάρυσμα του. Στο κτήμα βρίσκαμε τα φαγητά που τα είχαν στείλει με κάποιο ταξί, τα αραδιάζαμε σε τραπέζια που είχαν στηθεί στον κήπο του πέτρινου διώροφου εξοχικού σπιτιού, στο ποτάμι δίπλα, κι αρχίζαμε το φαγοπότι μέχρι να πάρουμε δυνάμεις για το τραγούδι και το χορό.

Πίναν κρασί οι μεγάλοι, τραγουδούσαν κι έρχονταν στο τσακίρ κέφι. Ο πατέρας μου μια φορά είχε μεθύσει κι έπεσε με τα ρούχα μέσα στο νερό της Ερμίτσας. Κι η καημένη η μαμά μου δεν χάρηκε καθόλου, γιατί φοβόταν μήπως αρρωστήσει απο τα βρογχικά.

Αχ να μην τέλειωνε ποτέ εκείνη η εξαιρετική μέρα, όπου παραδινόμασταν στην ευτυχία της ύπαρξης, και την εμβαθύναμε με αστεία και πειράγματα που στέριωναν τη φιλία μας, με τραγούδι και χορό που τύπωναν τη σφραγίδα τους στη μνήμη..Αλλά ερχόταν το βράδυ και επιστρέφαμε ξεχειλισμένοι ικανοποίηση, με τη σιγουριά ότι δε θα ξεχνούσαμε ποτέ εκείνη τη χαρούμενη μέρα. Κι εγώ τουλάχιστον δεν τις ξεχνώ. Με βοηθάνε βέβαια και οι φωτογραφίες, που έχουν αποτυπώσει μια τέτοια σύναξη εκδρομέων της Καθαράς Δευτέρας. Δεν έχω πολλές, μόνο αυτές τις δύο. Aπο την ίδια μέρα πρέπει να είναι. Καμιά φορά με πιάνουν αμφιβολίες, μήπως δεν κάναμε πολλές φορές εκείνη την εκδρομή, μήπως είναι ιδέα μου ότι την επαναλαμβάναμε κάθε χρόνο; Νομίζω πως κράτησε έναν αιώνα εκείνη η εποχή, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν λίγα χρόνια μόνο, μέχρι να ανατρέψει ο πόλεμος και η Κατοχή τις ζωές μας.

Ας είναι. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παρέα μας να προχωρά στην εξοχή, νοιώθω τον παιδικό ενθουσιασμό να με πλημμυρίζει, η χαρά που ξαναβρίσκουμε τη φύση είναι ακόμα ατόφια μέσα μου.

Μπορεί τώρα να περνώ τις μέρες μου σε ένα διαμέρισμα, αλλά κατά βάθος ακόμα περιμένω ένα κόκκινο κουρέλι στο γκρίζο μπαλκόνι να με ξεσηκώσει να τρέξω στην εξοχή, να ξαναβρώ εκείνη την ξενοιασιά.

4 comments:

  1. Ποδαράτο, και χωρίς αθλητικά παπούτσια!
    Και τώρα δεν κάνουμε βήμα, ειδικά μέχρη την εξοχή, ακόμα και κοντά να είναι...

    ReplyDelete
  2. Εγώ πάλι θυμάμαι που την Καθαρά Δευτέρα πηγαίναμε στη Δροσιά με τον κ. Θάνο και την Νίνα και τρώγαμε πεϊνιρλί. Αλλά πεϊνιρλί καθαροδευτεριάτικα; Μπερδεύτηκα

    ReplyDelete
  3. Xμμμ, χαρταετό δεν βλέπω ούτε στις φωτογραφίες, ούτε στις αναμνήσεις. Τι στο καλό, εσείς οι ρουμελιώτες εκεί πέρα δεν είχατε τάσεις φυγής;

    ReplyDelete
  4. Τι ωραίο κείμενο! Και το κόκκινο κουρελάκι....

    ReplyDelete