
Κι ενώ εμείς νηστεύαμε, το καημένο το γουρούνι στο υπόγειο έτρωγε καλά καλά, για να παχύνει! Τις μέρες της παραμονής σφαζόταν για να γίνει λουκάνικα που θα καταναλώνονταν όλο το χειμώνα. Ενα γουρούνι στο σπίτι δεν είναι απλή υπόθεση, είχαμε διάφορες περιπέτειες. Μια φορά είχε χαθεί, θα έφαγε το σκοινι του και θα το έσκασε. Το ψάχναμε τρεις μέρες σε όλη τη γειτονιά και στο ρέμα που περνούσε δίπλα απο το σπίτι, αλλά δεν το βρήκαμε. Μια άλλη φορά μας είχαν φέρει ένα γουρουνόπουλο για τα Χριστούγεννα, και το κρατούσαμε ζωντανό, δεμένο στο υπόγειο. Πάω να πάρω αλεύρι από κάτω, και βλέπω στο σκοτάδι να τρέχει ένα ζώο κόκκινο γυαλιστερό. Τρομάζω και βάζω τις φωνές. Το καημένο, είχε λυθεί και είχε χύσει το κιούπι με το βύσσινο γλυκό, είχε κυλιστεί ολόκληρο κι είχε γίνει σαν τέρας της Αποκαλύψεως.
Αυτό το επαναλάμβανε δυο τρεις φορές ώσπου να αφήσουμε τα ζεστά μας κρεβάτια, να ντυθούμε τουρτουρίζοντας και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για την εκκλησία. Θέρμανση τα σπίτια είχανε τότε σόμπες που καίγαμε ξύλα και μαγκάλια με κάρβουνο. Τα βράδια έκανε κρύο σε κείνο το μεγάλο σπίτι με τα ψηλά ταβάνια.
Γυρίζαμε από την εκκλησία το ξημέρωμα, και μας περίμενε μια σούπα από κότα. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Έχω χρόνια να απολαύσω τέτοια μυρωδιά! Ίσως να ήταν το κρύο και η ταλαιπωρία που την έκαναν έτσι νόστιμη, ή η κότα να ήταν στ' αλήθεια αλανιάρα!
Ο αδερφός μου μας έβγαζε μια φωτογραφία στο τραπέζι αναμνηστική। Βέβαια, ώσπου να τη βγάλει το χαμόγελο στο στόμα μας γινότανε γκριμάτσα, γιατί πήγαινε κι ερχότανε, και μετρούσε αποστάσεις και κανόνιζε το φως, εμείς διαμαρτυρόμασταν, κι εκείνος έστηνε τη μηχανή σε ένα τρίποδο, πατούσε ένα κουμπί κι έτρεχε κοντά μας φωνάζοντας, «Μην κινείται τώρα κανείς, ούτε αναπνοή!»